Λίγες ημέρες πριν από τις γερμανικές εκλογές, η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ δεν διστάζει να υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους της την ισχυρή θέση της χώρας σε οικονομικό επίπεδο. Μάλιστα, πέρυσι είχε διαμηνύσει σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή ότι οι Γερμανοί «ποτέ δεν ήταν καλύτερα». Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων έχει διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς θητείας της, με αποτέλεσμα περίπου το 16% των Γερμανών πολιτών να βρίσκεται στα όρια της φτώχειας, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times. Η άνοδος των ποσοστών φτώχειας στη Γερμανία έρχεται σε αντίθεση με τη σχεδόν πλήρη απασχόληση που έχει επιτύχει η Γερμανίδα καγκελάριος τα τελευταία χρόνια. Παρότι η Γερμανία καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (5,7%), ο αριθμός των ατόμων που λαμβάνουν κρατικά επιδόματα έχει αυξηθεί σημαντικά. Από το 2012, περίπου 2,1 εκατ. Γερμανοί πολίτες έχουν ζητήσει κρατική βοήθεια προκειμένου να ενισχύσουν το επίπεδο διαβίωσής τους. Πρόκειται για το 7,2% του συνολικού πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει διότι οι απολαβές των εργαζομένων δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσής τους.
Οπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα των ΝΥΤ, περισσότεροι από 7,1 εκατ. άτομα εργάζονται υπό το καθεστώς μερικής απασχόλησης και δεν καταβάλλουν εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα. Αυτό αποτελεί μία από τις σκοτεινές πλευρές των μεταρρυθμίσεων «Agenda 2010», που εισηγήθηκε ο προκάτοχος της κ. Μέρκελ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, και τις οποίες έχει υποστηρίξει κατά το παρελθόν και η καγκελάριος. Ο Κρίστοφ Mπουτερουέγκ, πολιτικός επιστήμονας υπεύθυνος για θέματα φτώχειας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, επισήμανε στους ΝΥΤ ότι η φτώχεια και ο πλούτος είναι στοιχεία στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους στη Γερμανία, όπως και στις ΗΠΑ. Ο ίδιος προσθέτει ότι η κ. Μέρκελ βλέπει μόνο το μέρος της κοινωνίας που έχει ωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις («Agenda 2010»).
Ο Μάνφριντ Τζεμπς, διευθυντής του κέντρου διανομής τροφίμων για τους απόρους Bremerhaven Tafel, ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, ωστόσο, εξαιτίας των εργασιακών μεταρρυθμίσεων που επέβαλε το SPD, το εγκατέλειψε. Σύμφωνα με τους NYT, ο Τζεμπς εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για την απουσία ενός κόμματος στον γερμανικό πολιτικό χώρο που θα διαθέτει έναν πιο κοινωνικό προσανατολισμό όσον αφορά την αγορά εργασίας. Τα τελευταία 12 χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των ηλικιωμένων στη Γερμανία που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η κ. Χάιντι αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι 76 ετών και κάθε μήνα οι συντάξιμες αποδοχές της, σε συνδυασμό με ένα κρατικό επίδομα, είναι 705 ευρώ. Με αυτό το ποσό δύσκολα μπορεί να πληρώνει το ενοίκιό της και να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της.