ΑΡΙΘΜΟΣ 854/2017
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Χρηματιστηριακές συναλλαγές. Σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Τραπεζική κατάθεση. Αδικοπραξία. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αποδοχή πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη.
– Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 3632/1928, χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακώς και έχουν ως αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα, στα οποία, κατά το άρθρο 17 παρ. παρ. 1-3 του Ν. 3632/1928, συγκαταλέγονται χρεόγραφα, μετοχές ή και ομολογίες. Στο άρθρο 16 του ίδιου νόμου καθορίζονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ των οποίων αναφέρονται οι αγοραπωλησίες χρηματιστηριακών πραγμάτων, καθώς και όλες οι παρεπόμενες δικαιοπραξίες, που σχετίζονται με τις κύριες χρηματιστηριακές συμβάσεις (ε` περίπτωση του άρθρου 16 του ως άνω Ν. 3632/1928). Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1806/1988, που αντικατέστησε το παραπάνω άρθρο 16 του Ν. 3632/1928, ορίστηκε, ότι χρηματιστηριακή συναλλαγή θεωρείται κάθε αγοραπωλησία που καταρτίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί χρηματιστηρίων, καθώς (περ. γ`) και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση αγοραπωλησίας χρηματιστηριακών πραγμάτων και αξιών. Στην τελευταία αυτή κατηγορία των χρηματιστηριακών συναλλαγών (παρεπόμενων – συναφών) υπάγεται και η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Η ανωτέρω σύμβαση (χρηματιστηριακή παραγγελία) έχει ως αντικείμενο, αφενός την ανάληψη από τον χρηματιστή της υποχρέωσης να εκτελέσει, με την κατάρτιση κύριας χρηματιστηριακής σύμβασης, την παραγγελία (εντολή) του πελάτη για αγορά ή πώληση χρεογράφων (χρηματιστηριακών πραγμάτων) και αφετέρου την ανάληψη από τον πελάτη της υποχρέωσης να καταβάλει στον χρηματιστή τη συμφωνηθείσα αμοιβή (προμήθεια) για την εκτέλεση της χρηματιστηριακής συναλλαγής, καθώς και το τίμημα των χρεογράφων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της συναλλαγής. Η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής, η οποία είναι γνωστή στη χρηματιστηριακή πρακτική ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας κατά τα άρθρα 90 επ. του ΕΝ, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επ. του ΑΚ, της οποίας αποτελεί ειδικότερη μορφή. Κατά την ΑΚ 710 ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Επίσης κατά την ΑΚ 721 ο εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, υποχρεούμενος παράλληλα του εντολοδόχου να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική και αποθετική ζημία του εντολέα. Περαιτέρω, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει τον χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης και εφαρμόζονται επ` αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του. Επομένως, αν τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και, συνεπεία αυτής, πέτυχε την απόδοση σε εκείνον του ποσού της κατάθεσης ή τούτο αναλήφθηκε από προστηθέντα από τον τραπεζικό οργανισμό υπάλληλο χωρίς εντολή του παρακαταθέτη, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου ή του προστηθέντος από εκείνον υπαλλήλου της, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης παραμένει άθικτη, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της κατά το άρθρο 3 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”. Ενόψει δε και της φύσης του χρήματος ως πράγματος αντικαταστατού και κατά γένος ορισμένου, εξαιτίας της οποίας δεν νοείται αδυναμία απόδοσης αυτού, λόγω φθοράς, κλοπής ή υπεξαίρεσης, είναι αδύνατη η συνδρομή αξίωσης από σύμβαση και από αδικοπραξία και η ευθύνη της Τράπεζας παραμένει πάντοτε συμβατική ακόμα και όταν, κατ` εφαρμογή του άρθρου 3 του ως άνω ν.δ., τελεί υπό τον πρόσθετο όρο ότι η απόδοση του οφειλόμενου ποσού σε μη δικαιούχο οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια των οργάνων της (ΑΠ 595/2013, ΑΠ 707/2009, ΑΠ 929/2009, ΑΠ 405/2007,2050/2006).