Από τον Ηρακλή Ρεράκη*
Πληροφορούμαστε ότι αρκετοί γονείς επιστρέφουν στο υπουργείο τους φακέλους των Θρησκευτικών, διότι διαπιστώνουν ότι δεν είναι ορθόδοξα και κατάλληλα το πολυθρησκειακό περιεχόμενό τους και ο διαθρησκειακός προσανατολισμός τους για τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών τους.
Στο ίδιο πλαίσιο διαμαρτυρίας των γονέων εντάσσεται και η εμπεριστατωμένη επιστολή που απέστειλε στον υπουργό Παιδείας ο δήμαρχος Δράμας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Συντάσσομαι με την πλειοψηφία των συνδημοτών μου που αντιδρούν με το περιεχόμενο των κεφαλαίων που αναφέρονται στο Ισλάμ – Μουσουλμανισμό και στις άλλες θρησκείες. Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η ιστορία της πατρίδας μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ορθοδοξία. Για εμάς αποτελεί υποχρέωση τα παιδιά μας να διδαχθούν τις αρχές και τις αξίες που εμπερικλείει ο χριστιανισμός. Σίγουρα θα πρέπει να γνωρίζουμε τι πρεσβεύει κάθε θρησκεία, όμως ένας μαθητής της ηλικίας των 10 ετών δεν μπορεί να έχει την ωριμότητα για να κρίνει κατάλληλα και, έτσι, ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση.
Η ως άνω επιστολή στέλνει ισχυρά μηνύματα προς πολλούς αποδέκτες. Η Παιδεία είναι κοινό αγαθό και δεν μπορεί να αποτελεί εργαλείο κομματικών και ιδεοληπτικών σχεδίων, υπολογισμών και ισορροπιών. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η εκπαιδευτική πολιτική καθεμιάς από αυτές αποτελεί υπόθεση εθνική, υπερκομματική και, συνεπώς, κοινής και μακροχρόνιας εθνικής συμφωνίας. Στην Ελλάδα όμως όχι απλώς κάθε κόμμα αλλά ακόμη και κάθε υπουργός, κατά τα δικά του κριτήρια και τη δική του ιδεολογία, αλλάζει και μεταρρυθμίζει κάθε τρεις και λίγο τη λειτουργία και τους σκοπούς της Παιδείας. Σε αυτή τη νοοτροπία της σημερινής πολιτικής ηγεσίας, που οδηγεί σε αποφάσεις, ενέργειες και διατάγματα τα οποία βλάπτουν τον ελληνικό πολιτισμό, που αλλοιώνουν την παραδοσιακή κληρονομιά, που «τσαλακώνουν» τις διαχρονικές πίστεις, αξίες και αρχές, αντιτίθεται η επιστολή του κ. δημάρχου, προτείνοντας, ουσιαστικά, μια άλλη θέαση και αντιμετώπιση τέτοιου υψηλού επιπέδου ζητήματος, όπως είναι η ανάπτυξη της ορθόδοξης συνείδησης των μαθητών. Καλό θα είναι να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, συνειδητοποιώντας ότι είναι καταστροφικό να επιμένουμε πεισματικά σε αυτά.
1) Το Σύνταγμα και τους ισχύοντες νόμους για την εκπαίδευση.
2) Το περιεχόμενο της πίστεως στην οποία πιστεύει στη συντριπτική πλειονότητά του ο ελληνικός λαός, συνδεδεμένος όπως είναι επί δύο χιλιετίες με την ορθόδοξη αγιοπνευματική παράδοση.
3) Το πολιτισμικό τοπίο της χώρας, που είναι και αυτό συνδεδεμένο διαχρονικά με την Ορθοδοξία.
4) Τα παιδιά στα οποία απευθύνονται τα νέα πολυθρησκειακά και αντορθόδοξα προγράμματα, που, πρώτον, είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους τέκνα ορθόδοξων γονέων και νέα βαπτισμένα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεύτερον, διαθέτουν μια ανάλογη με την ηλικία και το πνευματικό τους επίπεδο κρίση και δεκτικότητα, και, τρίτον, έχουν συγκεκριμένες υπαρξιακές αναζητήσεις, όπως αυτές πηγάζουν από τη δική τους πίστη, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους.
Δυστυχώς, τα εισαχθέντα στα σχολεία νέα προγράμματα και βιβλία των Θρησκευτικών δεν έλαβαν υπόψη καμία από αυτές τις αρχές και προϋποθέσεις. Εχουν έναν και μοναδικό σκοπό: τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, μέσα από διδασκαλίες που εξισώνουν τις θρησκείες με την εξ Αποκαλύψεως χριστιανική πίστη, ενώ παράλληλα επιχειρούν την καλλιέργεια στο σχολείο μιας διαθρησκειακής και εκκοσμικευμένης πνευματικότητας και όχι του ορθόδοξου πνεύματος των μαθητών.
Περιφρονώντας όλα τα ελληνορθόδοξα δεδομένα, οι εντός και εκτός του υπουργείου Παιδείας δημιουργοί αυτών των προγραμμάτων και των βιβλίων λαμβάνουν υπόψη, αλλά μάλλον προσχηματικά, την παρουσία των μεταναστών στο ελληνικό σχολείο, προβάλλοντας το λανθασμένο επιχείρημα ότι οι ορθόδοξοι μαθητές πρέπει να μάθουν τις θρησκείες τους, για να αποκτήσουν ανοχή και σεβασμό γι’ αυτούς. Ωστόσο ξεχνούν ή αποκρύπτουν το γεγονός ότι η ανοχή και ο σεβασμός του άλλου αποτελούν για την ορθόδοξη πίστη και ζωή όρο εκ των ων ουκ άνευ. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν τα μηνύματα που εκπέμπει η παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Οι ορθόδοξοι μικροί ή μεγάλοι έχουν αποδείξει ότι η πίστη τους έχει πληρότητα και πως φέρουν μέσα τους, οντολογικά, ως χριστιανοί, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την αγάπη για τον άλλον, δηλαδή το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη, και δεν έχουν ανάγκη τις θρησκείες για να εμπλουτιστούν σε ενάρετες συμπεριφορές. Ο Απόστολος Παύλος στη διδασκαλία του προτρέπει τους πιστούς να ζουν κατά την κλήση τους, εφαρμόζοντας τη χριστιανική πίστη «μετά πάσης πραότητος… μετά μακροθυμίας, ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη». Συνεπώς, για άλλους λόγους επιβάλλεται στο σχολείο το πολυθρησκειακό μείγμα και όχι γιατί είναι ελλειπτική σε αποδοχή και αγάπη η συμπεριφορά των ορθοδόξων έναντι των διαφορετικών.