Απόφαση 682 / 2017
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 7 εδ. α του ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως.
Για την εφαρμογή όμως της άνω διατάξεως του εδαφίου α του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δεν αρκεί μόνο η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επί πλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο εργοδότης ασκώντας το εκπορευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ. διευθυντικό του δικαίωμα έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτήν κριτήρια.
Ο μονομερής όμως προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους.
Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών.
Εξ άλλου μόνο το γεγονός της παροχής επί σειρά ετών της εργασίας σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, και ότι δημιουργήθηκε σιωπηρά συμβατικός όρος για την απασχόληση του εργαζομένου μόνο στον τόπο αυτό ή στο συγκεκριμένο ωράριο, ώστε η αλλαγή τους, που γίνεται από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή.
Για να συμβεί τούτο απαιτείται να συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς πρόκληση υλικής ή ηθικής ζημίας του μισθωτού ή καταχρηστική άσκηση του εκπορευόμενου από τη ρηθείσα διάταξη διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη.
|Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656, 349-351, 288 Α.Κ., 7 εδ. α ν. 2112/1920 και παρ. 3 άρθρου 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του αλλά εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα:
α) ν’ αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως άτακτη εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 132/2016, σχετ. ΑΠ 1212/2006).
ΑΠ 682/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………… και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία” και το διακριτικό τίτλο “Η. Λ.” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 701/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 1176/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-9-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 16-3-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αναστασάκου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το εδάφιο α’ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως.
Για την εφαρμογή όμως της άνω διατάξεως του εδαφίου α του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δεν αρκεί μόνο η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επί πλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο εργοδότης ασκώντας το εκπορευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ. διευθυντικό του δικαίωμα έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτήν κριτήρια.
Ο μονομερής όμως προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους.
Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών.
Εξ άλλου μόνο το γεγονός της παροχής επί σειρά ετών της εργασίας σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, και ότι δημιουργήθηκε σιωπηρά συμβατικός όρος για την απασχόληση του εργαζομένου μόνο στον τόπο αυτό ή στο συγκεκριμένο ωράριο, ώστε η αλλαγή τους, που γίνεται από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή.
Για να συμβεί τούτο απαιτείται να συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς πρόκληση υλικής ή ηθικής ζημίας του μισθωτού ή καταχρηστική άσκηση του εκπορευόμενου από τη ρηθείσα διάτάξη διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656, 349-351, 288 Α.Κ., 7 εδ. α ν. 2112/1920 και παρ. 3 άρθρου 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του αλλά εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα:
α) ν’ αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως άτακτη εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και
γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 132/2016, σχετ. ΑΠ 1212/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε και τα ακόλουθα ουσιώδη, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους λόγους αναίρεσης: “Η ενάγουσα [σημ: εδώ αναιρεσείουσα] προσλήφθηκε στις 1-11-1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από το νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Η. Λ. Ανώνυμη Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία”, καθολική διάδοχος της οποίας από τον Απρίλιο του έτους 1996 λόγω συγχωνεύσεως είναι η εναγομένη [σημ: εδώ αναιρεσίβλητη] εταιρεία… προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πωλήτρια στο κατάστημα που διατηρούσε η αρχική εργοδότριά της επί της οδού …, στο κέντρο των Αθηνών. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο ως άνω κατάστημα… μόνο κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 1994, δεδομένου ότι από το Δεκέμβριο του ίδιου έτους τοποθετήθηκε στο “…”, που βρίσκεται στην οδό …, στην περιοχή … Αθηνών. Ειδικότερα το έτος 1992 συνεστήθη αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με σκοπό την ίδρυση ιδιωτικού μουσείου τέχνης Η. Λ…. με έδρα την προαναφερθείσα περιοχή, η εναγομένη δε… εταιρεία ανήκε στα ιδρυτικά μέλη του εν λόγω μουσείου… Στις 31-1-2011 υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης ιδιωτικό συμφωνητικό μετατροπής της από 1-11-1994 σύμβασής της από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και αντίστοιχης μείωσης των αποδοχών της με έναρξη ισχύος από 1-2-2011… Στις 21-12-2011 η ενάγουσα μετέβη στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στην …, κληθείσα προς τούτο από την εργοδότριά της, όπου συναντήθηκε αρχικά με τον οικονομικό διευθυντή της τελευταίας, ακολούθως δε με τη γενική διευθύντρια αυτής, οι οποίοι και της ανακοίνωσαν την απόφαση της εναγομένης να απασχολείται από τον Ιανουάριο του έτους 2012 στο εμπορικό κέντρο “…” που βρίσκεται στο … Αττικής και πιο συγκεκριμένα στο κατάστημα που διατηρούσε η εναγομένη μέσα στο εν λόγω εμπορικό κέντρο. Η ενάγουσα κατά την πιο πάνω συνάντηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να εργασθεί στο προαναφερθέν εμπορικό κέντρο, για το λόγο δε αυτό η εναγομένη με το από 23-12-2011 έγγραφό της που απευθυνόταν προς την ενάγουσα κάλεσε την τελευταία από τις 3-1-2012 να βρίσκεται στο κατάστημα της εταιρείας μέσα στο εμπορικό κέντρο… και ώρα 10.00-16.00 για να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της. Το έγγραφο αυτό το παρέλαβε με επιφύλαξη αυθημερόν, δηλαδή στις 23-12-2011, η ενάγουσα, σημειώνοντας κάτω από το τέλος του κειμένου αυτού, ότι δεν συμφωνεί. Ακόμη… αποδείχθηκε ότι η απόφαση της εναγομένης να ζητήσει από την ενάγουσα να εργάζεται στο κατάστημά της στο …, υπαγορεύθηκε αφενός μεν από το γεγονός ότι αυτή, λόγω της οικονομικής κρίσης και των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, είχε προχωρήσει σε ενέργειες αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της με διατήρηση των θέσεων εργασίας και αφετέρου από το γεγονός ότι το μουσείο δεν είχε πλέον ανάγκη των υπηρεσιών της ενάγουσας και άλλων εργαζομένων σ’ αυτό, λόγω μειώσεως των δραστηριοτήτων του… Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι λόγω της οικονομικής κρίσης τα έτη 2010 και 2011 μειώθηκαν οι επισκέπτες στο … καθώς και τα έσοδα από τις πωλήσεις που διενεργούντο στο πωλητήριό του, ενώ είχαν μειωθεί επίσης οι χορηγίες δωρεές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει αυτό σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Εξ άλλου η εναγομένη εταιρεία είχε ανάγκη των υπηρεσιών της ενάγουσας στο κατάστημά της που βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο “…”, δεδομένου ότι είχε έλλειψη πωλητριών, την οποία αντιμετώπιζε με τη μετακίνηση άλλων πωλητριών από άλλα καταστήματα της… Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μετά την 23-12-2011, οπότε και ενημερώθηκε εγγράφως, όπως προαναφέρθηκε, για την πρόθεση της εναγομένης να την μετακινήσει στο ως άνω εμπορικό κέντρο, κοινοποίησε στην τελευταία στις 2-1-2012 την από 27-12-2011 εξώδικη κλήση-δήλωση, με την οποία απέκρουε τη μεταβολή του τόπου της εργασίας της, εκφράζοντας τη διαμαρτυρία της για τη μετακίνησή της αυτή, την οποία δήλωνε ότι αδυνατούσε να αποδεχθεί λόγω των εντελώς διαφορετικών ωρών εργασίας και της αποστάσεως μεταξύ του τόπου της κατοικίας της, που σημειωτέον ήταν το … Αττικής, και του καταστήματος του … καθώς και των οικογενειακών της υποχρεώσεων, δεδομένου ότι είναι μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων. Επίσης στην ως άνω εξώδικη κλήση η ενάγουσα δήλωνε ότι κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του νέου έτους, δηλαδή στις 4-1-2012, θα παρουσιαζόταν στο μουσείο για να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της με τους ίδιους όρους που την παρείχε μέχρι τότε και σε περίπτωση μη αποδοχής των υπηρεσιών της θα κατήγγελε τη σύμβαση εργασίας της λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της, οπότε η εναγομένη θα καθίστατο υπόχρεη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Πράγματι η ενάγουσα στις 4-1-2012 προσήλθε στο μουσείο στην περιοχή του … για να προσφέρει τις υπηρεσίες της, τις οποίες όμως η εναγομένη αρνήθηκε να αποδεχθεί. Κατόπιν δε της εν λόγω αρνήσεως η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγομένη στις 5-1-2012 την από 4-1-2012 εξώδικη δήλωση-κλήση, με την οποία, αφού δήλωνε και πάλι όσα ανέφερε στην προηγούμενη από 27-12-2011 εξώδικη δήλωσή της, αλλά επί πλέον και το γεγονός της μη αποδοχής της εργασίας της κατά την 4-1-2012, κατήγγειλε ακολούθως τη σύμβαση εργασίας της λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης και εξαιτίας της επιβληθείσας βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της και κάλεσε την εναγομένη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Με βάση τα προαναφερόμενα γίνεται φανερό ότι, αφού μειώθηκαν οι δραστηριότητες του μουσείου λόγω της οικονομικής κρίσης, γεγονός που επέβαλλε μειώσεις μισθών καθώς και ωρών εργασίας στους εργαζομένους, όπως και η ενάγουσα, στο συγκεκριμένο χώρο, η εναγομένη δικαιούτο στα πλαίσια του διευθυντικού της δικαιώματος και αφού το σχετικό δικαίωμά της δεν είχε αποκλεισθεί ή περιορισθεί από τη σύμβαση, να μετακινήσει την ενάγουσα, ενόψει του ότι η μετακίνηση αυτή επιβαλλόταν για την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της με τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, χωρίς αυτό να συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων της υπαλληλικής της συμβάσεως. Εξ άλλου η επί μακρόν χρονικά παροχή της εργασίας της ενάγουσας στο μουσείο δεν οδηγεί σε κρίση ότι σιωπηρά προστέθηκε στη σύμβαση εργασίας της όρος για το αμετάθετο αυτής, ώστε να καθίσταται ανενεργό το διευθυντικό δικαίωμα της εναγομένης. Το δικαίωμα αυτό της εναγομένης περαιτέρω δεν ασκήθηκε καταχρηστικά, αφού, με βάση τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, το εν λόγω διευθυντικό δικαίωμα ασκήθηκε απολύτως καλόπιστα και χωρίς υπέρβαση των ορίων τα οποία διαγράφουν ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενόψει του ότι η ενάγουσα, λόγω της συρρίκνωσης της δραστηριότητας της εναγομένης στο χώρο του μουσείου, νόμιμα κατά τα προαναφερόμενα αλλά και κατ’ επανάληψη, προσκλήθηκε από την αντίδικό της να παράσχει τις υπηρεσίες της στο εμπορικό κέντρο “…”, στα πλαίσια της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας, τόπος παροχής της οποίας ουδέποτε συμφωνήθηκε να αποτελεί μόνο ο χώρος του μουσείου κατά ρητό αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου. Ακόμη, με το να απαιτήσει η εναγομένη από την ενάγουσα να παρέχει την εργασία της στο κατάστημά της στο πιο πάνω εμπορικό κέντρο με την ίδια ειδικότητα και με τις ίδιες αποδοχές αλλά και με τις ίδιες ανά εβδομάδα ώρες απασχόλησης, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι αυτή θα απασχολείτο στη νέα της θέση σε πρωϊνή και απογευματινή βάρδια, ενήργησε μέσα στα πλαίσια της εξουσίας της, κατά την ενάσκηση του σχετικού διευθυντικού της δικαιώματος για την εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεώς της, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η μεταβολή αυτή επέφερε ηθική ή περιουσιακή βλάβη στην ενάγουσα, αφού αυτή… θα προσέφερε στη νέα της θέση την ίδια ακριβώς εργασία και υπό τις αυτές συνθήκες όπως προηγουμένως και με την ίδια αμοιβή, ενώ το γεγονός ότι η ενάγουσα θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να μεταβεί από την κατοικία της στο … στη νέα θέση εργασίας της στο … και αντιστρόφως δεν κρίνεται υποβιβασμός ούτε ηθικός αλλά ούτε και υλικός, δοθέντος ότι η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση μπορούσε να μεταβαίνει στο χώρο της εργασίας της με τα μαζικά μέσα μεταφοράς και να εξοικονομεί τα έξοδα για δαπάνη βενζίνης. Τέλος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη θα μπορούσε να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησής της με τη μετακίνηση άλλου εργαζομένου με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας στο χώρο του μουσείου και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως του Δ. Π., ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν έγγαμος χωρίς τέκνα και με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας στο μουσείο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο Δ. Π., ο οποίος είχε προσληφθεί και εργαζόταν στο χώρο του μουσείου ως υπάλληλος, δεν μπορούσε να απασχοληθεί στο εμπορικό κέντρο ως πωλητής, σε αντίθεση με την ενάγουσα, η οποία είχε προσληφθεί με την ειδικότητα της πωλήτριας και στη νέα της θέση θα ασκούσε και πάλι τα καθήκοντα της πωλήτριας.
Συνεπώς η απόφαση της εναγομένης περί μετακίνησης της ενάγουσας δεν έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η τελευταία να μη δικαιούται να θεωρήσει την ανωτέρω απόφαση της εναγομένης και την εμμονή της σ’ αυτήν ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να μη δικαιούται περαιτέρω να αξιώσει την αποζημίωση απόλυσής της…”. Με βάση τα ανωτέρω το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν ως προς το κρίσιμο ζήτημα της έλλειψης καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της εναγομένης και βλαπτικής εκ μέρους αυτής μεταβολής των όρων εργασίας της ενάγουσας κατά την άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος με τη μετακίνηση της ενάγουσας από το … περιοχής … Αθηνών στο κατάστημά της που βρισκόταν στο ρηθέν εμπορικό κέντρο του …. Η ειδικότερη αιτίαση ότι το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αντιφατικές παραδοχές αφενός μεν ότι: “Η θέση της [εννοείται: της ενάγουσας] στο μουσείο δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα αφού δεν είχε συμφωνηθεί συγκεκριμένος χρόνος παραμονής, η δε διάρκεια παραμονής της συνηγορούσε υπέρ της μονιμότητας της θέσης της”, αφετέρου δε ότι: “Η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας προβλέπει απασχόλησή της στο χώρο του εργαστηρίου… η δε παραμονή της ή μη στο χώρο εργασίας του … στην περιοχή των Αθηνών αναγόταν στο διευθυντικό δικαίωμα της εργοδότριας εταιρείας”, είναι αβάσιμη, αφού τέτοιες παραδοχές δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω αναιρετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 25/2003, ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη τους έχοντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και νομίμως προταθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς της ότι αδυνατούσε να δεχθεί τη μετακίνησή της στο εμπορικό κέντρο λόγω των εντελώς διαφορετικών ωρών εργασίας και της μεγάλης αποστάσεως μεταξύ του τόπου κατοικίας και της εργασίας της, ότι ως μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων αδυνατούσε να ακολουθήσει πρωϊνά και απογευματινά ωράρια εργασίας, ότι η συμπεριφορά της εναγομένης ήταν κακόπιστη και καταχρηστική και ότι συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της ως και περί του περιεχομένου της από 27-12-2011 εξώδικης κλήσης-δήλωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει ότι οι ανωτέρω αγωγικοί ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ελήφθησαν υπόψη από το εφετείο και απορρίφθηκαν. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της, να συμψηφισθεί δε ολικά μεταξύ των διαδίκων η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη (άρθρο 179 περ. β Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 183 του ίδιου κώδικα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-9-2015 αίτηση για αναίρεση της 1176/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ