Πάνω από 30 δισ. ευρώ το συνολικό κόστος για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Ρωσία μειώθηκαν σε ποσοστό 23,1%
Σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ ανέρχεται το κόστος που προκύπτει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιτίας των κυρώσεων που έχει επιβάλει η ίδια εναντίον της Ρωσίας από το 2014, λόγω της υπόθεσης της Κριμαίας. Αυτό διαπιστώνει έρευνα που πραγματοποίησε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και παρουσίασε σήμερα στη Βιέννη, το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών.
Μόνον εξαιτίας των κυρώσεων, οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Ρωσία μειώθηκαν μεταξύ 2014 και 2016 κατά 10,7%, που αντιστοιχεί σε 30 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ειδικότερα για την Ελλάδα, οι εξαγωγές της προς τη Ρωσία στο ίδιο χρονικό διάστημα, μειώθηκαν κατά 23,1%, με συνολική οικονομική ζημία 250 εκ. ευρώ.
Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση απ’ όλες τις χώρες της ΕΕ, κατά 34,5%, παρουσίασαν οι εξαγωγές της Κύπρου (- 20 εκ. ευρώ), ενώ το υψηλότερο κόστος από τη μείωση των εξαγωγών εξαιτίας των κυρώσεων καταγράφει η Γερμανία, με τον όγκο των εξαγωγών της να έχει μειωθεί στο ίδιο χρονικό διάστημα μεταξύ 2014 και 2016 κατά 11,1 δισεκατομμύρια ευρώ (μείωση 13,4%) που αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών απωλειών της ΕΕ.
Όπως αναφερόταν κατά τη σημερινή παρουσίαση της έρευνας, έως και το 40% της συνολικής μείωσης των εξαγωγών της ΕΕ προς την Ρωσία, ανάγεται στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν εναντίον της Μόσχας, ενώ συνολικά οι εξαγωγές εμφάνισαν ετήσια μείωση κατά 15,7%, τη στιγμή που τα προηγούμενα χρόνια, μεταξύ 2009 και 2013, καταγραφόταν μία αύξηση των εξαγωγών της ΕΕ προς τη Ρωσία, κατά μέσο όρο 23,5% ετησίως.
Το 2013, ο όγκος των εξαγωγών της ΕΕ προς τη Ρωσία ανερχόταν σε 120 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2016 περιορίστηκε σε 72 δισεκατομμύρια ευρώ, με την ίδια τη Ρωσία που ήταν στην τέταρτη θέση στον κατάλογο των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων εκτός ΕΕ, να περνά πλέον στην πέμπτη θέση, μετά τις ΗΠΑ, την Ελβετία, την Κίνα και την Τουρκία.
Η έρευνα διαπιστώνει πως από τις κυρώσεις, έχουν πληγεί ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων από την ΕΕ προς τη Ρωσία, με τον όγκο τους να έχει μειωθεί μεταξύ 2014 και 2016, κατά 22,5%.
Σε προηγούμενη έρευνά του τον περασμένο Ιανουάριο, το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών είχε καταγράψει τις «βαριές συνέπειες» που έχουν για την οικονομία και για τις θέσεις εργασίας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στις επιμέρους χώρες-μέλη της, οι κυρώσεις της κατά τις Ρωσίας και ως εκ τούτου και οι «αντικυρώσεις» από την πλευρά της Μόσχας.
Σύμφωνα με εκείνη την έρευνα, μέσα στο 2015 είχαν «καταστραφεί» 400.000 θέσεις εργασίας στην ΕΕ (χωρίς την Κροατία), ενώ το κόστος για την οικονομία της ΕΕ είχε ανέλθει σε 18 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην Αυστρία, η οποία ακολουθεί ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση απέναντι στις κοινοτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας (αν και τελικά έχει στηρίξει τις σχετικές αποφάσεις των Βρυξελλών κατά της Μόσχας) ο «οικονομικός πόλεμος» ΕΕ-Ρωσίας φέρεται να κόστισε την ίδια χρονιά 7.000 θέσεις εργασίας και 550 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στη Γερμανία, η ζημία από τις κυρώσεις φέρεται να ξεπέρασε το 2015 τα 6 δισ. ευρώ και να χάθηκαν 97.000 θέσεις εργασίας.
Παλαιότερες εκτιμήσεις της Αυστριακής Ένωσης Βιομηχάνων, ανέφεραν πως οι επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας είναι για την Αυστρία – σε αναλογία με τον πληθυσμό της – σαφώς βαρύτερες σε σχέση με τον μέσο όρο των άλλων χωρών-μελών της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, το Οικονομικό Επιμελητήριο Αυστρίας είχε προειδοποιήσει πως οι αυστριακές εξαγωγές στη Ρωσία κινδυνεύουν να μειωθούν μετά την επιβολή των κυρώσεων, κατά 20% το 2014 σε σχέση με το 2013, ενώ ιδιαίτερα αρνητικές θα ήταν και οι συνέπειες για τον αυστριακό τουρισμό από τη Ρωσία.
Οι αυστριακές επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τη Ρωσία ανέρχονται σε 1.200 – και από αυτές, οι 550 έχουν εκεί παραρτήματα, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι 160 φέρεται να πλήττονται άμεσα από τις κυρώσεις.
Με σχετικό ψήφισμά της, η αυστριακή Βουλή είχε ταχθεί τον Ιούνιο του 2016, υπέρ ενός βαθμιαίου τερματισμού των κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας, στηρίζοντας το σχετικό αίτημα που είχαν υποβάλει τότε από κοινού, ο καγκελάριος και αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών Κρίστιαν Κερν και ο υπουργός Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, του συγκυβερνώντος συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος.