Μετά το τέλος των δικτατοριών στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, και ιδιαίτερα μετά την επανένωση της Γερμανίας και την πτώση των καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ, η ισορροπία αυτή άρχισε να θεωρείται λίγο πολύ δεδομένη
Η ευρωπαϊκή ισορροπία των τελευταίων εβδομήντα περίπου χρόνων δεν εγκαταστάθηκε μονομιάς. Όμως, μετά το τέλος των δικτατοριών στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, και ιδιαίτερα μετά την επανένωση της Γερμανίας και την πτώση των καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ, η ισορροπία αυτή άρχισε να θεωρείται λίγο πολύ δεδομένη. Οι μνήμες βαθύτατων εθνοτικών, πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων θάφτηκαν κάτω από ένα αφήγημα ομόνοιας και κοινών επιδιώξεων – οικονομικών πρωτίστως, αλλά και πολιτικών: η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μάλιστα το κορυφαίο επίτευγμα αυτής της πρωτοφανούς στην Ιστορία απόφασης των Ευρωπαίων να λύνουν τις διαφορές τους μέσω εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών αμοιβαίου οφέλους –έτσι, τουλάχιστον, έλεγε το αφήγημα– αντί να καταφεύγουν στον πόλεμο και να πνίγουν ολόκληρη την ήπειρο στο αίμα. Υπ’ αυτό το συναινετικό καθεστώς, οι ανθρωπιστικές αξίες μπορούσαν πλέον να καταστούν αδιαμφισβήτητες: η Ευρώπη των νόμων αποεθνικοποίησης, των διώξεων των μειονοτήτων και των μεταναστών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του αντισημιτισμού και των φασιστικών καθεστώτων, η Ευρώπη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, γινόταν πια ο αδιαμφισβήτητος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο φάρος της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Υπήρξαν, βέβαια, κάμποσα σκοτεινά σημεία σ’ αυτή την κάπως βολική αυτοανακήρυξη της Ευρώπης σε «ζώνη ελεύθερη από συγκρούσεις» – με οξύτερο ίσως τον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Όμως, δεν ήταν ικανά να διαψεύσουν το βασικό αφήγημα, που άλλωστε λίγο λίγο στηριζόταν κι από επιμέρους υφέσεις σε χρονίζουσες συγκρούσεις, όπως στις περιπτώσεις της Βόρειας Ιρλανδίας και της Χώρας των Βάσκων. Οι υφέσεις αυτές δημιουργούσαν την αίσθηση ότι καμία σύγκρουση δεν ήταν πάνω από τις δυνάμεις της ειρηνοποιού Ευρώπης – ακόμη και η «τελευταία πράσινη γραμμή», αυτή της Κύπρου, θα έβρισκε υπό την ευρωενωσιακή πτέρυγα τη λύτρωσή της.
Πώς έγινε λοιπόν και όλες οι μνήμες των συγκρούσεων, που υποτίθεται πως είχαν θαφτεί κάτω από τη λάμψη της ευρωπαϊκής συμφιλίωσης κι ευημερίας, ξαφνικά όχι μόνο επανεμφανίζονται δριμύτερες αλλά καθίστανται και ρυθμιστές των σημερινών πολιτικών διαφορών;
Δείτε την Καταλονία: πολλοί λένε πως εδώ έχουμε μια υπόθεση «συνταγματικότητας», μια σύγκρουση που προκύπτει από έναν «καταλανικό εθνικισμό», τον οποίο αποπειράται να επιβάλει μια ηχηρή μειοψηφία. Πολύ λιγότερο συζητιέται όμως ότι το καύσιμο για την σύγκρουση αυτή το παρέχει σε αφθονία μια πολύ παλιότερη: το Λαϊκό Κόμμα του κ. Ραχόι είναι ο απόγονος της Λαϊκής Συμμαχίας, δηλαδή του κόμματος με το οποίο οι συνεργάτες και οι οπαδοί του Φράνκο πολιτικοποιήθηκαν μετά τον θάνατο του δικτάτορα. Ήταν αυτό το κόμμα που προσέβαλε τον νόμο για την αυξημένη αυτονομία –όχι ανεξαρτησία– της Καταλονίας, ακολουθώντας το ιδεολογικό δόγμα της «ενιαίας Ισπανίας», το οποίο ιστορικά έχει υποστηριχθεί κυρίως από τους φιλομοναρχικούς και τους Φρανκιστές. Από την άλλη, έχουμε μια ιστορική περιοχή που γέννησε τη σκληρότερη αντίσταση στον Φράνκο και που έχει υποφέρει περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη κατά την μακρά δικτατορία του. Εδώ οι μνήμες που ξυπνούν είναι άγριες: φρανκιστές εναντίον Καταλανών; Τρόμος.
Αλλά η περίπτωση αυτή κάθε άλλο παρά μοναδική είναι. Δείτε πώς συζητήσαμε την υπόθεση της Ουκρανίας και τι ρόλο έπαιξαν οι μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καμία συζήτηση για το ουκρανικό ζήτημα δεν ήταν εφικτή δίχως αναφορά σε «συνεργάτες των ναζί» και στον «κόκκινο στρατό». Μια σύγκρουση του 21ου αιώνα αντιμετωπίζεται με τα ερωτήματα του γιατί πολλοί Ουκρανοί υποδέχτηκαν τους ναζί ως απελευθερωτές ή αν ο ναζισμός και ο κομμουνισμός είναι «το ίδιο»…
Και δεν χρειάζεται να στραφεί κανείς εκτός Ελλάδας για να κατανοήσει αυτό το ξύπνημα της μνήμης: από την αρχή της κρίσης στη χώρα μας, βρεθήκαμε βουτηγμένοι σε μια δημόσια συζήτηση που μιλούσε για «γερμανοτσολιάδες» και «κομμουνιστοσυμμορίτες», για «Βίτσι» και «Μελιγαλά», για «Σοβιετίες» και «γουναράδικα». Όλη η αναφορά είχε φορά στο παρελθόν – αλλά σε ένα παρελθόν ακριβώς που, υποτίθεται, ότι η Μεταπολίτευση είχε αποδώσει στην ιστορική μνήμη.
Αναρωτιέμαι: τι είδους εθελοτυφλία είναι αυτή που φέρνει τους θεσμούς της ΕΕ να μιλούν μονότονα –σχεδόν ρομποτικά– για «ενότητα», όταν βλέπουν μπροστά τους τα φαντάσματα του Φράνκο, του Χίτλερ και του Στάλιν, όχι ως μελέτες σε ιστορικό συνέδριο, αλλά ως ζώσες μνήμες που νοηματοδοτούν τις σημερινές συγκρούσεις; Τι χρειάζεται να δουν ακόμη, ώστε να καταλάβουν ότι η ευρωπαϊκή συμφιλίωση ξηλώνεται στις ραφές της;