ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
10 Απριλίου 2025 ( * )
«Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης – Οδηγία 79/7/EEC – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Έμμεση διάκριση λόγω φύλου – Τρόπος υπολογισμού της σύνταξης για μόνιμη ανικανότητα λόγω εργατικού ατυχήματος – Λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική αμοιβή κατά την ημερομηνία του εργατικού ατυχήματος»
Στην υπόθεση C-584/23,
ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 267 ΣΛΕΕ ΑΠΟ ΤΟ JUZGADÓ DE LO SOCIAL NO. 3 DE BARCELONA (ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ NO . 3, BARCELONA, SPAIN), ΛΗΨΗ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023, ΛΗΨΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Asepeyo Mutua Colaboradora de la Seguridad Social αρ. 151 ,
ΚΤ
κατά
Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (INSS),
Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS),
KT,
Η Alcampo SA, έρχεται στα δικαιώματα της Supermercados Sabeco SA,
Asepeyo Mutua Colaboradora de la Seguridad Social αρ. 151 ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τον κ. A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, τον κ. F. Biltgen (εισηγητή), τον πρόεδρο του πρώτου τμήματος, και τον κ. S. Gervasoni, δικαστή,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. R. Norkus,
υπάλληλος: κα L. Carrasco Marco, διαχειριστής,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και μετά την ακρόαση της 12ης Δεκεμβρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για την KT, από την κα A. Abrain Cariñena, C. Llena Mollón και S. Torné Martí, abogadas,
– για το Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS) και το Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS), από την κα M. P. García Perea και τον κ. A. R. Trillo García, ως letrados,
– για την Ισπανική Κυβέρνηση, από τον κ. S. Núñez Silva και την κ. A. Pérez-Zurita Gutiérrez, εκπροσωπούντες,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκ μέρους των I. Galindo Martín και E. Schmidt, που ενεργούν ως εκπρόσωποι,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κρίνει την υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 ΣΛΕΕ, των άρθρων 21 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»), του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 σχετικά με την προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης (L. 24), και το άρθρο 5 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και εργασίας (ΕΕ 2006 L 204, σ. 23).
2 Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, σε πρώτο βαθμό, της Asepeyo Mutua Colaboradora de la Seguridad Social No 151 (εφεξής «η Asepeyo Mutual Insurance Company») και του Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) (National Social Security Institute, Spain (lassenerGeneral Social Security Institute, Ισπανία) Treasury of Social Security), KT και Alcampo SA, διάδοχος της Supermercados Sabeco SA και, σε δεύτερο βαθμό, η KT και το INSS, το TGSS, η Asepeyo Mutual Insurance Company και η Alcampo σχετικά με τον καθορισμό της βάσης για τον υπολογισμό της σύνταξης για ολική μείωση μόνιμης ανικανότητας που καταβλήθηκε σε KT. στις ώρες εργασίας.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Οδηγία 79/7
3 Το άρθρο 1 της οδηγίας 79/7 ορίζει:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη σταδιακή εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, εφεξής καλούμενη «αρχή της ίσης μεταχείρισης».
4 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε:
(α) σε νομικά καθεστώτα που παρέχουν προστασία έναντι των ακόλουθων κινδύνων:
– ασθένεια,
– αναπηρία,
– γηρατειά,
– εργατικό ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια,
– ανεργία ;
[…]
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε διατάξεις που αφορούν παροχές επιζώντων ή σε διατάξεις που αφορούν οικογενειακές παροχές, εκτός από την περίπτωση των οικογενειακών παροχών που χορηγούνται ως αυξήσεις στις παροχές λόγω των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α). »
5 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία οποιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, είτε άμεσα είτε έμμεσα σε σχέση, ιδίως, με την οικογενειακή ή οικογενειακή κατάσταση, ιδίως όσον αφορά:
– το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στα συστήματα,
– την υποχρέωση εισφοράς και τον υπολογισμό των εισφορών,
– τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων που οφείλονται για τους συζύγους και τα συντηρούμενα μέλη και τις προϋποθέσεις για τη διάρκεια και τη διατήρηση του δικαιώματος σε παροχές. »
Οδηγία 2006/54
6 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/54, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και εργασίας.
Για το σκοπό αυτό, περιέχει διατάξεις που αποσκοπούν στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά:
[…]
γ) επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις που διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή αυτής της αρχής γίνεται πιο αποτελεσματική με τη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών. »
7 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει, στην παράγραφο 1:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
[…]
β) «έμμεση διάκριση»: η κατάσταση κατά την οποία μια φαινομενικά ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θα έθιγε ιδιαίτερα άτομα ενός φύλου σε σύγκριση με άτομα του άλλου φύλου, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι κατάλληλα και απαραίτητα.
[…]
(στ) «επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης»: συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία [79/7] και προορίζονται να παρέχουν στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, ομαδοποιημένους σε επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων, σε οικονομικό κλάδο ή σε επαγγελματικό ή διεπαγγελματικό τομέα, παροχές που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν τις παροχές των θεσμοθετημένων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. προαιρετική. »
Ισπανικό δίκαιο
Το καθεστώς των εργαζομένων
8 Άρθρο 37 του Ley del Estatuto de los Trabajadores (νόμος για το καταστατικό των εργαζομένων), στην έκδοση που προκύπτει από το Real Decreto Legislativo 2/2015, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores, Noyal201, app. αναθεωρημένο κείμενο του νόμου για το καταστατικό των εργαζομένων ) , της 23ης Οκτωβρίου 2015 (Αρ. ΒΟΕ 255 της 24ης Οκτωβρίου 2015, σελ. 100224, εφεξής «το Καταστατικό των Εργαζομένων»), με τίτλο «Εβδομαδιαία ανάπαυση, αργίες και άδεια», προβλέπει, στην παράγραφο 6:
«Όποιος, για λόγους νόμιμης επιμέλειας, φροντίζει άμεσα τέκνο κάτω των δώδεκα ετών ή ανάπηρο που δεν ασκεί μισθωτή εργασία, δικαιούται μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας του τουλάχιστον κατά το ένα όγδοο και το πολύ στο μισό της διάρκειάς του, με αναλογική μείωση μισθού.
[…]
Οι μειώσεις του χρόνου εργασίας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο συνιστούν ατομικό δικαίωμα των εργαζομένων, είτε ανδρών είτε γυναικών. […] »
Διάταγμα για τα εργατικά ατυχήματα
9 Άρθρο 60 του Reglamento de aplicación del texto refundido de la legislación de aksidentes del trabajo (κανονισμοί εφαρμογής του ενοποιημένου κειμένου του νόμου σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα), στην έκδοσή του που προκύπτει από το Decreto por el que se aprueba el texto refundido de la legismento de la legismento aplicación (διάταγμα για την έγκριση του ενοποιημένου κειμένου του νόμου σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα και των εκτελεστικών του κανονισμών), της 22ας Ιουνίου 1956 (BOE αρ . 197, της 15ης Ιουλίου 1956, εφεξής το «διάταγμα για τα εργατικά ατυχήματα»), έχει ως εξής:
«Ο βασικός μισθός του επιδόματος ή της σύνταξης στην περίπτωση που ο εργαζόμενος λαμβάνει τις αποδοχές του ανά μονάδα χρόνου καθορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
[…]
2. Ο ετήσιος βασικός μισθός ή εισόδημα σύνταξης σε περίπτωση μόνιμης αναπηρίας ή θανάτου υπολογίζεται ως εξής:
α) Μεροκάματο. Το ποσό που λαμβάνει για μια κανονική εργάσιμη ημέρα ο εργαζόμενος την ημερομηνία του ατυχήματος πολλαπλασιάζεται επί τις 365 ημέρες του έτους.
[…] »
Ο Γενικός Νόμος περί Κοινωνικής Ασφάλισης
10 Άρθρο 237 του Ley General de la Seguridad Social (Γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης), στην έκδοσή του που προκύπτει από το Real Decreto Legislativo 8/2015, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General de la Seguridad Social (Βασιλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ . της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αρ . 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291) (εφεξής «γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης»), προέβλεπε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης:
«1. Περίοδοι άδειας έως και τριών ετών που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του [Καταστατικού των Εργαζομένων], για τη φροντίδα κάθε παιδιού ή ανηλίκου που τίθεται σε μόνιμη ανάδοχη φροντίδα ή υπό κηδεμονία για σκοπούς υιοθεσίας, θεωρούνται ως περίοδος πραγματικής εισφοράς για τους σκοπούς των αντίστοιχων παροχών κοινωνικής ασφάλισης, μόνιμης επιζωίας και συνταξιοδότησης. πατρότητας.
[…]
3. Οι εισφορές που καταβάλλονται κατά τα δύο πρώτα έτη της περιόδου μειωμένου χρόνου εργασίας για τη φροντίδα των παιδιών που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του [Καταστατικού των Εργαζομένων], αυξάνονται έως το 100% του ποσού που θα αντιστοιχούσε σε μη μειωμένο χρόνο εργασίας, για τους σκοπούς των παροχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Οι εισφορές που καταβάλλονται κατά τις περιόδους μειωμένου χρόνου εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 4 τελευταίο εδάφιο και στην παράγραφο 6 τρίτο εδάφιο του [Καταστατικού των Εργαζομένων] αυξάνονται έως το 100% του ποσού που θα αντιστοιχούσε σε μη μειωμένο χρόνο εργασίας, για λόγους συνταξιοδότησης, μόνιμης αναπηρίας τέκνου, θανάτου και αναπηρίας τέκνου. κινδύνους, θηλασμός και προσωρινή ανικανότητα. »
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η 11 KT εργαζόταν στην Alcampo ως ταμίας και, από τις 2 Ιανουαρίου 2008, είχε επωφεληθεί από ένα μέτρο μείωσης του συνηθισμένου ωραρίου εργασίας που διατίθεται σε εργαζόμενους με νόμιμη επιμέλεια παιδιού κάτω των δώδεκα ετών. Κατά συνέπεια, ο συνήθης χρόνος εργασίας του, ο οποίος ήταν 39,5 ώρες την εβδομάδα, μειώθηκε, αρχικά, μεταξύ 2 Ιανουαρίου 2008 και 30 Νοεμβρίου 2017, σε 50%, στη συνέχεια, μεταξύ 1ης και 31ης Δεκεμβρίου 2017, σε 30 ώρες την εβδομάδα και, τέλος, από 1ης Ιανουαρίου 2018 σε 20 ώρες την εβδομάδα. Αυτό το μέτρο μείωσης του ωραρίου εργασίας, το οποίο συνοδεύτηκε από αναλογική μείωση μισθού, επρόκειτο να λήξει στις 6 Οκτωβρίου 2019.
12 Στις 13 Απριλίου 2019, η ΚΤ υπέστη εργατικό ατύχημα, το οποίο της προκάλεσε θλάση στο αριστερό ισχίο και στο γόνατο, με αποτέλεσμα να μείνει προσωρινά ανίκανη από τις 29 Οκτωβρίου 2019. Στις 14 Ιουνίου 2019, ο εργοδότης της την απέλυσε, λύνοντας έτσι τη σχέση εργασίας. Μετά από επιπλοκές, ο ΚΤ χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση την 1η Φεβρουαρίου 2021 , αποτελούμενη από ολική αντικατάσταση αριστερού γόνατος.
13 Με απόφαση του ΙΝΣΣ της 2ας Αυγούστου 2021 αναγνωρίστηκε ότι η ΚΤ έπασχε από ολική μόνιμη ανικανότητα λόγω εργατικού ατυχήματος, με αποτέλεσμα να της χορηγηθεί συνολική σύνταξη μόνιμης ανικανότητας υπολογιζόμενη με βάση τον πραγματικό της μισθό κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, δηλαδή 50% του ποσού απασχόλησης, που αντιστοιχούσε στο 14,3 ευρώ ποσό της πλήρους απασχόλησης. ανά έτος.
14 Μετά την απόρριψη από το INSS της καταγγελίας της κατά της απόφασης του INSS της 2ας Αυγούστου 2021, η KT άσκησε έφεση κατά της απόφασης στις 30 Μαρτίου 2022 ενώπιον του Juzgado de lo Social No 3 de Barcelona (Εργατικό Δικαστήριο Νο 3 της Βαρκελώνης, Ισπανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο για τον καθορισμό της μόνιμης συνταξιοδότησης σε EUR. 16.236 ετησίως, με βάση μισθό που αντιστοιχεί σε πλήρη απασχόληση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας από το οποίο ωφελήθηκε κατά την ημερομηνία του ατυχήματος.
15 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η KT υποστηρίζει ότι το άρθρο 60 του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα, σύμφωνα με το οποίο η σύνταξη μόνιμης ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος καθορίζεται με βάση την πραγματική αμοιβή του εργαζομένου κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, δημιουργεί έμμεση διάκριση λόγω φύλου για εργαζομένους που, κατά την ημερομηνία αυτή, επωφελούνται από μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας του παιδιού τους. Πράγματι, ένα τέτοιο μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας θα ωφελούσε κυρίως τις γυναίκες εργαζόμενες, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση, σε σύγκριση με τους άνδρες εργαζόμενους, στον υπολογισμό των δικαιωμάτων τους για μόνιμη σύνταξη ανικανότητας.
16 Από την πλευρά του, το INSS υποστηρίζει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι, εάν το εργατικό ατύχημα της ΚΤ συνέβη κατά τα δύο πρώτα έτη της περιόδου κατά την οποία είχε επωφεληθεί από μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας της, η σύνταξη ανικανότητας θα είχε καθοριστεί με βάση τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην πλήρη απασχόληση. Μόλις από το τρίτο έτος και μετά θα ήταν απαραίτητο να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της μόνιμης συντάξεως ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος, η αμοιβή που λάμβανε πράγματι ο εργαζόμενος κατά τον χρόνο του γεγονότος που προκάλεσε το ατύχημα. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να καθοριστεί το ύψος της παροχής κοινωνικής ασφάλισης με βάση τις πραγματικές αποδοχές του εργαζομένου, ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας που προορίζεται για τη φροντίδα ενός παιδιού.
17 Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής νομοθεσίας που αφορά τον υπολογισμό της μόνιμης συντάξεως ανικανότητας των εργαζομένων λόγω εργατικού ατυχήματος. Αυτή η σύνταξη που καθορίζεται με βάση τον μισθό που έλαβε πράγματι ο εργαζόμενος κατά την ημερομηνία που συνέβη το ατύχημα, στην περίπτωση εργαζομένου στον οποίο χορηγήθηκε μείωση του χρόνου εργασίας για να μπορέσει να φροντίσει ένα παιδί, είναι αναλόγως μειωμένος μισθός που θα ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού. Αυτές οι αμφιβολίες αφορούν κατά πόσον αυτός ο κανόνας κοινωνικής ασφάλισης, αν και φαινομενικά ουδέτερος, δημιουργεί έμμεσες διακρίσεις με βάση το φύλο, δεδομένου ότι, στατιστικά, ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών από ό,τι οι άνδρες θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση από τη μέθοδο υπολογισμού που παρέχεται με αυτόν τον τρόπο.
18 Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Sánchez-Camacho (C‑537/07, EU:C:2009:462, σκέψη 62), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 79/7 δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης σε άτομα που έχουν πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης. μετά από περιόδους διακοπής της δραστηριότητας λόγω ανατροφής παιδιών. Ωστόσο, αυτή η απόφαση δεν θα άρει κάθε αμφιβολία σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
19 Πρώτον, το Δικαστήριο δεν εξέτασε αν η επίμαχη εθνική νομοθεσία στην υπόθεση από την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δημιούργησε έμμεση διάκριση λόγω φύλου, εις βάρος των εργαζομένων.
20 Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν εξέτασε περαιτέρω την ύπαρξη διακρίσεων που διαπιστώθηκε βάσει στατιστικών στοιχείων. Ωστόσο, από τα στατιστικά στοιχεία του ΣΦΕΘ προκύπτει ότι, από τους 224.513 εργαζόμενους που ωφελήθηκαν, χωρίς διακοπή, μεταξύ 2020 και 2022 από το δικαίωμα μείωσης του χρόνου εργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 6 του καταστατικού των εργαζομένων, οι 202.403 ήταν γυναίκες (90,15%) (90,15%) ήταν γυναίκες (90,15%) (90,15%) ήταν άνδρες (90,15%) ήταν άνδρες (90,15%).
21 Τρίτον, πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κατά τα δύο πρώτα έτη κατά τα οποία ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος επωφελείται από μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας, οι καταβαλλόμενες εισφορές λαμβάνονται υπόψη στο 100%, ως εάν ο εργαζόμενος αυτός είχε απασχοληθεί με πλήρη απασχόληση, το πλεονέκτημα αυτό συνιστά ανταποδοτικό επίδομα κοινωνικής ασφάλισης.
22 Υπό αυτές τις συνθήκες, το Juzgado de lo Social No. 3 de Barcelona (Εργατικό Δικαστήριο αρ. 3 της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«[1] Είναι ο ισπανικός κανόνας για τον καθορισμό της βάσης για τον υπολογισμό των παροχών για μόνιμη ανικανότητα λόγω εργατικού ατυχήματος, που προβλέπεται στο άρθρο 60 [του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα], σε αντίθεση με το άρθρο 4 της οδηγίας [79/7] και το άρθρο 5 της οδηγίας [2006/54], στο ότι [είναι άμεσο το φύλο τους λόγω του φύλου που μειώνει τις ώρες εργασίας τους] Η φροντίδα ενός ανηλίκου τέκνου και το επίδομα που χορηγείται είναι επομένως σαφώς χαμηλότερο [από αυτό που χορηγείται στους άνδρες];
[2)] [Λόγω του γεγονότος ότι ο ισπανικός κανόνας που καθιερώνει τη μέθοδο υπολογισμού των παροχών για μόνιμη ανικανότητα λόγω εργατικού ατυχήματος (άρθρο 60 παράγραφος 2 [του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα]) λαμβάνει υπόψη τον μισθό που πράγματι εισπράχθηκε κατά το ατύχημα, το γεγονός ότι το ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει το ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (37) [Γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης]), ότι, κατά τα δύο πρώτα έτη της περιόδου μείωσης του χρόνου εργασίας για τη φροντίδα ανηλίκου τέκνου, που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 6 [του καταστατικού των εργαζομένων], οι [εισφορές] αυξάνονται [πλασματικά] έως ότου φτάσουν το 100% [της βάσης εισφορών] και στο γεγονός ότι, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η μείωση του χρόνου εργασίας των γυναικών είναι 0% περιγράφεται έτσι σε αντίθεση με το άρθρο 8 [ΣΛΕΕ], τα άρθρα 21 και 23 του [Χάρτη] καθώς και το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/54 και συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου; »
Επί των προκαταρκτικών ερωτήσεων
23 Με τα δύο ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 8 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη, το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/54.
24 Όσον αφορά, πρώτον, τη δυνατότητα εφαρμογής των οδηγιών 79/7 και 2006/54 στη διαφορά της κύριας δίκης, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η σύνταξη για μόνιμη ανικανότητα λόγω εργατικού ατυχήματος προβλέπεται από διάταξη του εθνικού δικαίου, δηλαδή το άρθρο 195, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης. προϋποθέσεις υπαγωγής στο ισπανικό νόμιμο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από τυχόν προηγούμενη περίοδο εισφορών, και παρέχει προστασία έναντι του κινδύνου εργατικού ατυχήματος και αναπηρίας.
25 Μια τέτοια παροχή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, δεδομένου ότι εντάσσεται σε νομοθετικό σύστημα προστασίας έναντι δύο από τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, ήτοι του κινδύνου εργατικού ατυχήματος και του κινδύνου αναπηρίας, και δεδομένου ότι συνδέεται άμεσα και αποτελεσματικά με την προστασία από αυτούς τους κινδύνους. Αντιθέτως, η οδηγία 2006/54, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1 , δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ), σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ), δεν εφαρμόζεται στα νομικά συστήματα που διέπονται από την οδηγία 79/7, δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.
26 Επομένως, μόνον η οδηγία 79/7 έχει σημασία για την απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.
27 Όσον αφορά, αφετέρου, τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ που αναφέρονται στη διατύπωση των υποβληθέντων ερωτημάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 8 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, σε όλες τις ενέργειές της, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη κατοχυρώνουν, αντίστοιχα, την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.
28 Δεδομένου ότι οι αρχές της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών και της μη διάκρισης λόγω φύλου ενσωματώνονται, σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, στο άρθρο 4 της οδηγίας 79/7, ενδείκνυται, ελλείψει διευκρινίσεων ως προς τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να αμφισβητήσει επίσης την ερμηνεία του άρθρου 8 ΣΛΕΕ και των άρθρων 21 και 23 του Χάρτη.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί ως αντίθετη νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει ότι η μόνιμη σύνταξη ανικανότητας που προκύπτει από εργατικό ατύχημα υπολογίζεται κατά την πραγματική μισθοδοσία με βάση την ημερομηνία του εργατικού ατυχήματος. εργαζόμενος που επωφελούνταν, κατά την ημερομηνία αυτή, από ένα μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας για τη φροντίδα ενός παιδιού, σε μια κατάσταση όπου η ομάδα εργαζομένων που επωφελείται από ένα τέτοιο μέτρο αποτελείται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από γυναίκες.
30 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, ενώ δεν αμφισβητείται ότι το δίκαιο της ΕΕ σέβεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισής τους και ότι, ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο ΕΕ, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, το γεγονός παραμένει ότι, κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν την αρμοδιότητα του δικαίου της ΕΕ20. INSS (Cumul de pensions d’invalidité professionnelle totale) , C‑625/20, EU:C:2022:508, σκέψη 30 και παρατιθέμενη νομολογία).
31 Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, ένα κράτος μέλος να επιλέξει να ορίσει τη μόνιμη σύνταξη ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος λαμβάνοντας υπόψη τον μισθό που πράγματι έλαβε ο εργαζόμενος την ημερομηνία του ατυχήματος. Ωστόσο, η νομοθεσία αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη με την Οδηγία 79/7, και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1, σύμφωνα με το οποίο η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία κάθε διάκρισης λόγω φύλου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ιδίως όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022 , C‑625/20, EU:C:2022:508, παράγραφος 31).
32 Δεν αμφισβητείται ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν θεμελιώνει καμία διάκριση που βασίζεται άμεσα στο φύλο, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε άνδρες και γυναίκες εργαζόμενους. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να εξεταστεί εάν τέτοιοι κανονισμοί ενδέχεται να δημιουργήσουν έμμεσες διακρίσεις βάσει αυτού του κριτηρίου.
33 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οδηγίας 79/7, η έμμεση διάκριση λόγω φύλου πρέπει να νοείται ως η εφαρμογή διάταξης, κριτηρίου ή πρακτικής που είναι φαινομενικά ουδέτερη και που θέτει τα άτομα του ενός φύλου σε ιδιαίτερη μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τα άτομα του άλλου φύλου, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο ή πρακτική. είναι κατάλληλες και αναγκαίες (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, INSS (Σύσσωρευση συνολικών συντάξεων επαγγελματικής αναπηρίας) , C‑625/20, EU:C:2022:508, σκέψη 33 και παρατιθέμενη νομολογία).
34 Η ύπαρξη ενός τέτοιου συγκεκριμένου μειονεκτήματος μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως, εάν αποδειχθεί ότι η εθνική νομοθεσία επηρεάζει δυσμενώς ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων του ενός φύλου από ό,τι των ατόμων του άλλου φύλου (απόφαση της 30ης Ιουνίου 2022, INSS (Συσσώρευση συνολικών συντάξεων επαγγελματικής αναπηρίας) , παράγραφος C‑802: EU 38 και η παρατιθέμενη νομολογία).
35 Όταν, όπως εν προκειμένω, το εθνικό δικαστήριο διαθέτει στατιστικά στοιχεία, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η καλύτερη μέθοδος σύγκρισης είναι η σύγκριση, αφενός, του ποσοστού των εργαζομένων που επηρεάζονται από τον εν λόγω κανόνα στο ανδρικό εργατικό δυναμικό και, αφετέρου, του ίδιου ποσοστού εντός του γυναικείου εργατικού δυναμικού (βλ . συντάξεις) , C‑625/20, EU:C:2022:508, παράγραφος 40 και παρατιθέμενη νομολογία).
36 Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του και να καθορίσει αν μπορούν να ληφθούν υπόψη, δηλαδή εάν, ειδικότερα, δεν αποτελούν έκφραση καθαρά τυχαίας ή κυκλικής φαινόμενης και εάν είναι επαρκώς σημαντικά (βλ . συντάξεις) , C‑625/20, EU:C:2022:508, παράγραφος 41 και παρατιθέμενη νομολογία).
37 Γενικότερα, μολονότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που θεσπίζεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, εντούτοις εναπόκειται στο Δικαστήριο να παράσχει στο δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ που μπορούν να βοηθήσουν στην υπόθεση πριν από την εκδίκαση. Φεβρουαρίου 2025, Alphabet and Others , C‑233/23, EU:C:2025:110, παράγραφος 34 και της 27ης Φεβρουαρίου 2025, Apothekerkammer Nordrhein , C‑517/23, EU:C:2025:122, παράγραφος 5).
38 Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 2, του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα, η μόνιμη σύνταξη ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον μισθό που πράγματι έλαβε ο εργαζόμενος κατά την ημερομηνία του ατυχήματος. Επομένως, όταν, κατά την ημερομηνία αυτή, ο εν λόγω εργαζόμενος επωφελούνταν από μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 6, του Καταστατικού των Εργαζομένων, η μόνιμη σύνταξη ανικανότητας πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον μισθό που λαμβάνει ως αντάλλαγμα για τη μειωμένη αυτή εργασία και όχι με αναφορά στον μισθό που αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 17 και 20 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μια τέτοια διάταξη του εθνικού δικαίου οδηγεί σε έμμεση διάκριση λόγω φύλου.
39 Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζονται στη διττή προϋπόθεση ότι, αφενός, ο κανόνας υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 60, παράγραφος 2, του διατάγματος για τα ατυχήματα στους χώρους εργασίας σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση την ομάδα εργαζομένων που επωφελήθηκαν από ένα μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας για τη φροντίδα ενός παιδιού και, αφετέρου, η ομάδα αυτή αποτελείται από γυναίκες. Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αναφέρει, σχετικά, ότι πάνω από το 90% των εργαζομένων που επωφελήθηκαν, χωρίς διακοπή, μεταξύ 2020 και 2022 από ένα τέτοιο μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας ήταν γυναίκες.
40 Με την επιφύλαξη των επαληθεύσεων που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, πρώτον, όπως τόνισε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη του εθνικού δικαίου φαίνεται πιθανό να συνεπάγεται τις δυσμενείς συνέπειες που αναφέρονται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης για όλους τους εργαζόμενους που έχουν μειώσει το χρόνο εργασίας. επωφελήθηκε από ένα τέτοιο μέτρο για τη φροντίδα ενός παιδιού.
41 Δεύτερον, ένας κανόνας υπολογισμού όπως αυτός που προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 2, του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα έχει μόνο δυσμενείς συνέπειες για τους εργαζομένους των οποίων η ανικανότητα οφείλεται σε εργατικό ατύχημα που συνέβη κατά τη διάρκεια της περιόδου μειωμένου χρόνου εργασίας.
42 Τρίτον, το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση παρατήρησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, δυνάμει του άρθρου 237, παράγραφος 3, του γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης, οι εισφορές που καταβλήθηκαν για εργαζόμενο που επωφελείται από μέτρο μείωσης των ωρών εργασίας για τη φροντίδα ενός παιδιού αυξήθηκαν, κατά το χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, για τα δύο πρώτα έτη, έως το πλήρες ποσό της εισφοράς 10%. Το επίδομα μόνιμης ανικανότητας που προκύπτει από εργατικό ατύχημα που συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι ίσο με αυτό που θα δικαιούταν σε περίπτωση εργασίας πλήρους απασχόλησης, το οποίο ωστόσο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του κανόνα υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 2 του διατάγματος σε θέματα εργατικών ατυχημάτων οδήγησε σε δυσμενείς συνέπειες για τους εργαζόμενους που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο μόνο από το τρίτο έτος της περιόδου μείωσης του χρόνου εργασίας.
43 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι κανόνες σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων σε παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τις περιόδους διακοπής της εργασίας λόγω ανατροφής τέκνων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η οδηγία 79/7 δεν υποχρεώνει σε καμία περίπτωση την τελευταία να χορηγεί πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης σε άτομα που μεγάλωσαν τα παιδιά τους ή να προβλέπει δικαιώματα για παροχές μετά από περιόδους διακοπής της δραστηριότητας λόγω ανατροφής παιδιών (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Cánchez , ‑07,5,37-07,5, Gómez-Limón Sánchez-Cama, EU:C:2009:462, παράγραφοι 61 και 62).
44 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι μια ομάδα εργαζομένων που βρίσκεται σε ιδιαιτέρως μειονεκτική θέση από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία θα απαρτιζόταν κυρίως από γυναίκες που επωφελήθηκαν από μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας προκειμένου να φροντίσουν ένα παιδί ( βλ . C‑527/13, EU:C:2015:215, παράγραφος 32).
45 Πράγματι, τα γενικά στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης αφορούν τον συνολικό αριθμό εργαζομένων που επωφελήθηκαν χωρίς διακοπή, μεταξύ των ετών 2020 και 2022, από μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 6 του Καταστατικού των Εργαζομένων, και την κατανομή τους μεταξύ εργαζομένων γυναικών και ανδρών. Επομένως, αυτά τα στατιστικά δεδομένα δεν στοχεύουν όλους τους εργαζομένους που βρίσκονται σε ειδικά μειονεκτική θέση από τον κανόνα υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 2 του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα ούτε καθιστούν δυνατό τον καθορισμό, κατά μείζονα λόγο, των αντίστοιχων αναλογιών ανδρών και γυναικών εργαζομένων που θα μειονεκτούν από την εφαρμογή της παρούσας διάταξης σύμφωνα με την παράγραφο 5 του εθνικού δικαίου. κρίση.
46 Κατά συνέπεια, το άρθρο 60, παράγραφος 2, του διατάγματος για τα εργατικά ατυχήματα δεν μπορεί, βάσει των στοιχείων που περιγράφονται στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, να θεωρηθεί ότι θέτει σε μειονεκτική θέση μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, η πλειονότητα των οποίων είναι γυναίκες.
47 Αν το αιτούν δικαστήριο διέθετε στοιχεία που του επέτρεπαν να αποδείξει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία θέτει σε ιδιαίτερη μειονεκτική θέση τις εργαζόμενες, θα εναπόκειται να εξακριβώσει αν επιδιώκει θεμιτό σκοπό και αν είναι αναγκαίος και αναλογικός προς αυτόν.
48 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα δίδεται η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί ως δεν αποκλείει τη νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει ότι η μόνιμη σύνταξη ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος υπολογίζεται βάσει του μισθού που πράγματι έλαβε ο εργαζόμενος κατά την ημερομηνία του ατυχήματος. χρόνος εργασίας για τη φροντίδα ενός παιδιού, σε μια κατάσταση όπου η ομάδα εργαζομένων που επωφελείται από ένα τέτοιο μέτρο αποτελείται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από γυναίκες.
Επί του κόστους
49 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πλην αυτών των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:
Το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, για τη σταδιακή εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης,
θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
δεν αποκλείει κανονισμό κράτους μέλους που προβλέπει ότι η μόνιμη σύνταξη ανικανότητας που προκύπτει από εργατικό ατύχημα υπολογίζεται με βάση τον μισθό που έλαβε πράγματι ο εργαζόμενος την ημερομηνία του ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης εργαζομένου που επωφελούνταν, κατά την ημερομηνία αυτή, από ένα μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας για τη φροντίδα ενός παιδιού, σε περίπτωση που η ομάδα εργαζομένων είναι υπερβολικά ωφελούμενη από τέτοιο μέτρο.
Υπογραφές