Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-607/21 | État belge (Απόδειξη σχέσης εξάρτησης)
Ο υπήκοος τρίτης χώρας, γονέας πολίτη της Ένωσης, έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στο κράτος μέλος υποδοχής, αν αποδείξει, αφενός, ότι συντηρούνταν από τον πολίτη της Ένωσης στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία την εγκατέλειψε και, αφετέρου, ότι συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, όταν έχουν παρέλθει πολλά έτη μεταξύ των δύο ανωτέρω ημερομηνιών
Δεν επιτρέπεται η άρνηση αναγνώρισης του παράγωγου δικαιώματος διαμονής στον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος πληροί την ως άνω προϋπόθεση με την αιτιολογία ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, ο υπήκοος αυτός διαμένει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής
Μαροκινή υπήκοος εισήλθε στο Βέλγιο το 2011 και ζήτησε οικογενειακή επανένωση με τον υιό της, Βέλγο υπήκοο. Μετά την απόρριψη της εν λόγω αίτησης, ζήτησε, το 2015 και το 2017, να της αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής ως συγγενής σε ευθεία ανιούσα γραμμή συντηρούμενη από την Ολλανδή σύντροφο του υιού της, η οποία προέβη, το 2005, σε δήλωση συμβίωσης μαζί του ενώπιον του Βέλγου ληξίαρχου.
Η ως άνω Μαροκινή υπήκοος προσκόμισε έγγραφα χρονολογούμενα από τα έτη 2010 και 2011, ήτοι περίοδο που προηγούνταν της άφιξής της στο Βέλγιο, προκειμένου να αποδείξει την υλική εξάρτησή της, κατά την εν λόγω περίοδο, από το νοικοκυριό με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί. Οι βελγικές αρχές απέρριψαν ωστόσο την αίτησή της για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, εκτιμώντας ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν υπερβολικά παλαιά για να αποδείξουν ότι η ίδια συντηρούνταν από το συγκεκριμένο νοικοκυριό στην χώρα καταγωγής της πριν από την είσοδό της στο Βέλγιο.
Το βελγικό Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί ποια είναι η κρίσιμη ημερομηνία, κατά το δίκαιο της Ένωσης 1, για να εκτιμηθεί η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία ο γονέας, υπήκοος τρίτης χώρας, πρέπει να είναι «συντηρούμενος» από τον πολίτη της Ένωσης με τον οποίο πήγε να εγκατασταθεί, όταν έχουν παρέλθει πολλά έτη μεταξύ της εισόδου του γονέα στο κράτος μέλος υποδοχής και της υποβολής νέας αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν ο γονέας μπορεί να στηριχθεί σε έγγραφα που εκδόθηκαν πριν από την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του και αν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, ο γονέας διαμένει παρανόμως στο κράτος μέλος υποδοχής.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι για να μπορέσει ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πολίτης πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2, να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής,πρέπει να αποδείξει ότι, τόσο κατά την ημερομηνία της αιτήσεώς του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η οποία υποβλήθηκε πολλά έτη μετά την άφιξή του στο κράτος μέλος υποδοχής, όσο και κατά την ημερομηνία της άφιξής του στο κράτος μέλος αυτό, συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του.
Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο εν λόγω ανιών σε ευθεία γραμμή έχει, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, δικαίωμα διαμονής το οποίο δεν εξαρτάται από τη χορήγηση δελτίου διαμονής και από το κατά πόσον η διαμονή του είναι νόμιμη κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης. Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος αυτού με την αιτιολογία ότι ο ανιών διαμένει, κατά το εθνικό δίκαιο, παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι ο πολίτης της Ένωσης με τον οποίο ο ίδιος πήγε να εγκατασταθεί και ο σύντροφος του πολίτη αυτού.
Ο ανιών σε ευθεία γραμμή, προκειμένου να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της άφιξής του στο κράτος μέλος υποδοχής, ήταν «συντηρούμενος» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να είναι σε θέση να προσκομίσει, προς στήριξη της αιτήσεώς του, έγγραφα τα οποία εκδόθηκαν στο παρελθόν και πιστοποιούν την ύπαρξη κατάστασης εξάρτησης στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία πήγε να εγκατασταθεί πράγματι με τον πολίτη της Ένωσης και τον σύντροφό του. Τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υπερβολικά παλαιά.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 10ης Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών – Άρθρο 3 – Δικαιούχοι – Άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ – Μέλος της οικογένειας – Ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης ο οποίος συντηρείται από τον εν λόγω πολίτη και/ή τον σύντροφό του – Εκτίμηση της προϋπόθεσης ο ανιών να είναι “συντηρούμενος” – Κρίσιμο χρονικό σημείο για τον προσδιορισμό της υλικής εξάρτησης – Άρθρο 10 – Προϋποθέσεις χορήγησης δελτίου διαμονής – Αναγνωριστικός χαρακτήρας του δελτίου διαμονής – Υποβολή αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής πολλά έτη μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής – Επιρροή που ασκεί κατάσταση παράνομης διαμονής, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, στην εκτίμηση της προϋπόθεσης ο αιτών να είναι “συντηρούμενος” »
Στην υπόθεση C‑607/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
XXX
κατά
État belge,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, A. Kumin (εισηγητή), M. Gavalec και I. Ziemele, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta
γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η XXX, εκπροσωπούμενη από την S. Janssens και τον P. Vanwelde, avocats,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, C. Pochet και M. Van Regemorter, επικουρούμενες από την E. Derriks και τον K. de Haes, avocats,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Edelmannová, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,
– η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Jespersen και τις V. Pasternak Jørgensen, M. Søndahl Wolff και Y. T. Thyregod Kollberg,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma, F. Blanc και E. Montaguti,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της XXX και του État belge (Βελγικού Δημοσίου), με αντικείμενο την απόρριψη αίτησης της ΧΧΧ για τη χορήγηση δελτίου διαμονής με την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 10, 13, 14, 17 και 18 της οδηγίας 2004/38 έχουν ως εξής:
«(5) Το δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, προκειμένου να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο ορισμός του “μέλους της οικογένειας” θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον καταχωρισμένο σύντροφο εάν η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο.
[…]
(10) Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.
[…]
(13) Η απαίτηση δελτίου διαμονής θα πρέπει να περιορίζεται στα μέλη της οικογένειας πολιτών της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, για διαστήματα παραμονής μεγαλύτερα από τρεις μήνες.
(14) Τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές για την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή δελτίου διαμονής θα πρέπει να προσδιορίζονται εξαντλητικά, προκειμένου να αποφεύγονται αποκλίνουσες διοικητικές πρακτικές ή ερμηνείες ικανές να αποτελέσουν άνευ λόγου εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους.
[…]
(17) Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν μακροχρόνια στο κράτος μέλος υποδοχής ενισχύει τη συνείδηση της ιθαγένειας της Ένωσης και συμβάλλει καθοριστικά στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της Ένωσης. Για το λόγο αυτόν, ενδείκνυται να καθιερωθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής για όλους τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχουν διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής, τηρουμένων των όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, επί ένα συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών και δεν έχει ληφθεί κατά αυτών μέτρο απέλασης.
(18) Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ αποκτηθεί, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους, προκειμένου να αποτελεί ένα πραγματικό μέσο ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο διαμένει ο πολίτης της Ένωσης.»
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[…]
2. “μέλος της οικογένειας”:
[…]
β) ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·
[…]
δ) οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·
3. “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο πολίτης της Ένωσης προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.»
5 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 2 που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.
2. Με την επιφύλαξη τυχόν ατομικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, το κράτος μέλος υποδοχής διευκολύνει την είσοδο και τη διαμονή των ακόλουθων προσώπων:
α) κάθε άλλου μέλους της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, που δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 2 εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει ίδιον δικαίωμα διαμονής ή ζει υπό τη στέγη του στη χώρα προέλευσης, ή εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης·
[…]».
6 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38 ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:
α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή
β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή
γ) – έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και
– διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή
δ) είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).
2. Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) ή γ).»
7 Κατά το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της ανωτέρω οδηγίας:
«1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δελτίο διαμονής, εφόσον η προβλεπόμενη διάρκεια παραμονής τους υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
2. Η προθεσμία που τάσσεται για την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης.»
8 Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους πιστοποιείται με τη χορήγηση εγγράφου το οποίο καλείται “Δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης”, το αργότερο εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η βεβαίωση υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής χορηγείται αμέσως.
2. Προκειμένου να χορηγήσουν δελτίο διαμονής, τα κράτη μέλη απαιτούν την προσκόμιση των ακόλουθων εγγράφων:
α) ισχύον διαβατήριο·
β) έγγραφο το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη δεσμού συγγένειας ή καταχωρισμένης συμβίωσης·
γ) τη βεβαίωση εγγραφής ή, ελλείψει συστήματος εγγραφής, οιαδήποτε άλλη απόδειξη διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του πολίτη της Ένωσης που συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν·
δ) στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 2 [σημείο] 2 στοιχεία γ) και δ) δικαιολογητικά ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο άρθρο 2 [σημείο] 2 στοιχεία γ) και δ)·
[…]».
9 Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38 προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:
«Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσον ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους των άρθρων 7, 12 και 13, τα κράτη μέλη δύνανται να ελέγχουν εάν πληρούνται οι όροι αυτοί. Ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά.»
10 Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.»
11 Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.»
Το βελγικό δίκαιο
12 Το άρθρο 40 bis του loi du 15 décembre 1980 sur l’accès au territoire, le séjour, l’établissement et l’éloignement des étrangers (νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομάκρυνσης των αλλοδαπών) (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980), ορίζει τα εξής:
«§ 1. Με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων των νόμων ή των ευρωπαϊκών κανονισμών τις οποίες θα μπορούσαν να επικαλεστούν τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, εφαρμόζονται για τα εν λόγω πρόσωπα οι ακόλουθες διατάξεις.
§ 2. Ως μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης θεωρούνται τα ακόλουθα πρόσωπα:
[…]
4° οι ανιόντες του πολίτη της Ένωσης και οι ανιόντες του/της συζύγου του ή του/της συντρόφου του κατά τα [σημεία] 1° ή 2°, οι οποίοι συντηρούνται από αυτούς, τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να εγκατασταθούν μαζί τους·
[…]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η XXX, μαροκινής ιθαγένειας, είναι μητέρα Βέλγου υπηκόου ο οποίος κατοικεί στο Βέλγιο με τη σύντροφό του N. E. K., ολλανδικής ιθαγένειας, η οποία προέβη σε δήλωση συμβίωσης με τον υιό της XXX ενώπιον του ληξίαρχου του Anderlecht (Βέλγιο) στις 11 Φεβρουαρίου 2005.
14 Η XXX εισήλθε στο βελγικό έδαφος στις 25 Ιουλίου 2011, φέροντας διαβατήριο με θεώρηση εισόδου εκδοθείσα από τις ολλανδικές αρχές, με ισχύ μέχρι τις 14 Οκτωβρίου 2011.
15 Στις 21 Σεπτεμβρίου 2011 η ΧΧΧ υπέβαλε στις βελγικές αρχές αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής ως συγγενής σε ευθεία ανιούσα γραμμή, συντηρούμενη από τον υιό της.
16 Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το Βελγικό Δημόσιο με την αιτιολογία ότι η βελγική νομοθεσία, κατόπιν τροποποίησης, δεν προέβλεπε πλέον την οικογενειακή επανένωση για τους ανιόντες σε ευθεία γραμμή προσώπων με βελγική ιθαγένεια.
17 Στις 26 Ιουνίου 2015 η XXX υπέβαλε δεύτερη αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής, αυτή τη φορά όμως ως μέλος της οικογένειας της N. E. K.
18 Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το Βελγικό Δημόσιο με την αιτιολογία, πρώτον, ότι η XXX δεν είχε αποδείξει ότι τα μέλη της οικογένειας με τα οποία πήγε να εγκατασταθεί διέθεταν επαρκείς πόρους για να τη συντηρήσουν και, δεύτερον, ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προς απόδειξη της ύπαρξης ενεστώσας σχέσης εξάρτησης μεταξύ της XXX και των εν λόγω μελών της οικογένειας ήταν υπερβολικά παλαιά για να μπορούν να ληφθούν υπόψη. Η απόρριψη της αίτησής της συνοδεύθηκε με διαταγή εγκατάλειψης του βελγικού εδάφους. Επιπλέον, με απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο), στηριζόμενο μόνον στον πρώτο από τους ανωτέρω λόγους, επικύρωσε την απόρριψη της αίτησης καθώς και τη διαταγή εγκατάλειψης του βελγικού εδάφους.
19 Στις 9 Νοεμβρίου 2017 η XXX υπέβαλε τρίτη αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής, στηριζόμενη, εκ νέου, στην ιδιότητά της ως μέλος της οικογένειας της N. E. K.
20 Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε επίσης από το Βελγικό Δημόσιο, το οποίο στηρίχθηκε, συναφώς, μεταξύ άλλων, στον δεύτερο από τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ως απόδειξη της ένδειας της ΧΧΧ χρονολογούνται από το 2011. Ομοίως, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν ως απόδειξη της οικονομικής βοήθειας που παρέσχε το νοικοκυριό με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί αφορούν τα έτη 2010 και 2011. Ως εκ τούτου, όλα τα ανωτέρω έγγραφα είναι υπερβολικά παλαιά για να αποδειχθεί ότι η XXX συντηρούνταν στη χώρα καταγωγής της από το συγκεκριμένο νοικοκυριό πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης.
21 Με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2019, το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η XXX κατά της απόρριψης της αίτησής της, στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στις διευκρινίσεις που παρέσχε το Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2007, Jia (C‑1/05, EU:C:2007:1), όσον αφορά την έννοια του «συντηρούμενου προσώπου». Κατά το εν λόγω εθνικό δικαστήριο, ο ανιών σε ευθεία γραμμή πρέπει να αποδείξει ότι συντηρούνταν από τον πολίτη της Ένωσης στη χώρα καταγωγής ή προέλευσης κατά τον χρόνο που ζητεί να πάει να εγκατασταθεί με τον εν λόγω πολίτη. Επομένως, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ανιών συντηρείται από το μέλος της οικογένειας με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί, δεν αρκεί αυτό το μέλος της οικογένειας να διαθέτει επαρκείς πόρους ή να συγκατοικεί με τον ανιόντα. Συγκεκριμένα, ο ανιών σε ευθεία γραμμή πρέπει να αποδείξει ότι η υλική υποστήριξη του μέλους της οικογένειας με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί του ήταν απαραίτητη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του για χορήγηση δελτίου διαμονής. Τα έγγραφα όμως που προσκόμισε η XXX ως απόδειξη της ένδειάς της ή της οικονομικής βοήθειας που παρείχε το νοικοκυριό με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί συμβάλλουν στην απόδειξη ότι η προβαλλόμενη κατάσταση οικονομικής εξάρτησης της XXX από το ως άνω νοικοκυριό υφίστατο το 2010 και το 2011, ενώ η αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής υποβλήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2017, ήτοι έξι ή επτά έτη αργότερα. Ως εκ τούτου, τα ανωτέρω έγγραφα είναι υπερβολικά παλαιά για να αποδείξουν ότι η XXX συντηρούνταν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης από το νοικοκυριό με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί.
22 Η XXX άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αναίρεση κατά της απόφασης της 30ής Αυγούστου 2019. Προς στήριξη της αναιρέσεως που άσκησε, η XXX ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω απόφαση δεν συνάδει προς την έννοια του «συντηρούμενου» προσώπου, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, καθώς και ότι παραβαίνει το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας.
23 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ερμηνεία της ως άνω έννοιας από το Δικαστήριο δεν καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί κατά πόσον η εν λόγω ερμηνεία έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία, αφενός, το πρόσωπο που ζητεί να του αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής βρισκόταν ήδη επί σειρά ετών στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πολίτης της Ένωσης με τον οποίο το πρόσωπο αυτό πήγε να εγκατασταθεί και, αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο είχε ήδη υποβάλει, από τη στιγμή της άφιξής του στο κράτος μέλος αυτό, πλείονες αιτήσεις χορήγησης δελτίου διαμονής, οι οποίες δεν είχαν γίνει δεκτές. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε μια τέτοια περίπτωση, κατά την εξέταση νέας αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής, η απαίτηση σύμφωνα με την οποία το μέλος της οικογένειας πρέπει να είναι «συντηρούμενο» εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που υφίστατο κατά τον χρόνο υποβολής της νέας αίτησης ή, αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης της υποβολής της αίτησης αυτής κατάστασης, ήτοι της κατάστασης που υφίστατο στη χώρα καταγωγής πριν το πρόσωπο αυτό πάει να εγκατασταθεί με τον πολίτη της Ένωσης στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
24 Στο πλαίσιο αυτό, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Πρέπει, στο πλαίσιο της εξέτασης της έννοιας του συντηρούμενου προσώπου κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2004/38], να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση ενός αιτούντος που βρίσκεται ήδη στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο συντηρών;
2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά ο αιτών που βρίσκεται νομίμως στο έδαφος του εν λόγω κράτους από τον αιτούντα που βρίσκεται παρανόμως σε αυτό;
3. Έχει το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2004/38] την έννοια ότι ο απευθείας ανιών, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως συντηρούμενος και να εμπίπτει συνεπώς στον ορισμό του “μέλο[υ]ς της οικογένειας” που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση πραγματικής υλικής εξάρτησης στη χώρα καταγωγής η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα τα οποία ωστόσο, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής από τον αιτούντα ως μέλος της οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, έχουν εκδοθεί προ πολλών ετών για τον λόγο ότι η αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής και η υποβολή της αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής δεν συμπίπτουν χρονικά;
4. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, ποια είναι τα κριτήρια που παρέχουν τη δυνατότητα εκτίμησης της κατάστασης υλικής εξάρτησης αιτούντος που ζητεί να επανενωθεί, ως ανιών, με Ευρωπαίο πολίτη ή τον σύντροφο του τελευταίου, χωρίς να του έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε αμέσως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
25 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2022, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, εν αναμονή της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη στην υπόθεση C‑488/21.
26 Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Chief Appeals Officer κ.λπ. (C‑488/21, EU:C:2023:1013), το Δικαστήριο κοινοποίησε στο αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση αντίγραφο της ως άνω αποφάσεως και το ρώτησε αν, υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής, εμμένει ή αποσύρει τα προδικαστικά του ερωτήματα. Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2024, το αιτούν δικαστήριο απάντησε στο Δικαστήριο ότι εμμένει στο σύνολο των προδικαστικών ερωτημάτων του.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
27 Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κρίνει αν ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης συντηρείται από τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη την κατάσταση του ανιόντος στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία την εγκατέλειψε και πήγε να εγκατασταθεί με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, ενδεχομένως βάσει εγγράφων που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, ή την κατάσταση του ανιόντος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος κατά την ημερομηνία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, όταν έχουν παρέλθει πολλά έτη μεταξύ των δύο ανωτέρω ημερομηνιών.
28 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Γερμανική Κυβέρνηση εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν η οδηγία 2004/38 έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, όπως η XXX, πηγαίνει να εγκατασταθεί με τη σύντροφο του υιού της και με τον υιό της, οι οποίοι είναι αμφότεροι πολίτες της Ένωσης, σε κράτος μέλος του οποίου ο υιός έχει την ιθαγένεια, αλλά η σύντροφός του όχι.
29 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, η εν λόγω οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια, καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας, τα οποία τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να εγκατασταθούν μαζί τους.
30 Το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, για την εφαρμογή της, ως μέλη της οικογένειας νοούνται, μεταξύ άλλων, «οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)».
31 Επομένως, κατά το εν λόγω άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, οι ανιόντες σε ευθεία γραμμή που συντηρούνται από τον σύντροφο πολίτη της Ένωσης διαμένοντος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια πρέπει να θεωρούνται, για τους σκοπούς της εφαρμογής των δικαιωμάτων που εγγυάται η οδηγία αυτή, ιδίως του δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, ως μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, εφόσον η καταχωρισμένη συμβίωση πληροί τα κριτήρια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.
32 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι η δήλωση συμβίωσης, στην οποία προέβησαν ο υιός της XXX και η N. E. K. κατά τη διάρκεια του 2005 ενώπιον του ληξίαρχου του Anderlecht, ισοδυναμεί με σύναψη, κατά το βελγικό δίκαιο, σχέσης συμβίωσης η οποία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38.
33 Ως εκ τούτου, εφόσον η XXX, συγγενής σε ευθεία ανιούσα γραμμή του συντρόφου μίας πολίτη της Ένωσης, η οποία διαμένει σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την ιθαγένεια, μπορεί να αποδείξει ότι είναι συντηρούμενη από το νοικοκυριό με το οποίο πήγε να εγκατασταθεί, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που εγγυάται η οδηγία αυτή και, ιδίως, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, υπό την επιφύλαξη ότι η ανωτέρω πολίτης της Ένωσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ ή γʹ, της ίδιας οδηγίας.
34 Επομένως, η οδηγία 2004/38 έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή που μνημονεύεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως.
35 Όσον αφορά το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, και, ιδίως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί η συνδρομή της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης πρέπει να είναι συντηρούμενος από τον πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η κατάσταση εξάρτησης πρέπει να υπάρχει, στη χώρα καταγωγής ή στη χώρα προέλευσης του ανιόντος, κατά τον χρόνο που αυτός ζητεί να του επιτραπεί να εγκατασταθεί με τον εν λόγω σύντροφο και τον πολίτη της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2007, Jia, C‑1/05, EU:C:2007:1, σκέψη 37, και της 16ης Ιανουαρίου 2014, Reyes, C‑423/12, EU:C:2014:16, σκέψεις 22 και 30).
36 Εντούτοις, η ως άνω νομολογία διαμορφώθηκε σε σχέση με καταστάσεις στις οποίες η αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής που υπέβαλε ο υπήκοος τρίτης χώρας και η άφιξη του υπηκόου αυτού στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής είχαν λάβει χώρα ταυτοχρόνως, υπό την έννοια ότι η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε μερικές ημέρες ή μερικούς μήνες μετά την άφιξη του υπηκόου τρίτης χώρας.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών της, η αναφορά στη χώρα καταγωγής στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που διαμόρφωσαν την ανωτέρω νομολογία αποτελούσε απόρροια του γεγονότος ότι οι αρχές που αποφάσιζαν αν θα χορηγούσαν άδεια διαμονής μπορούσαν να εξετάσουν μόνον την περίοδο που είχε προηγηθεί της μετεγκατάστασης στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να εκτιμήσουν αν οι ενδιαφερόμενοι ήταν συντηρούμενοι από πολίτη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων στις υποθέσεις εκείνες πραγματικών καταστάσεων, ο τόπος εκτίμησης της κατάστασης εξάρτησης, κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων χορήγησης άδειας διαμονής, δεν μπορούσε παρά να είναι μόνον η χώρα καταγωγής στην οποία οι ενδιαφερόμενοι ζούσαν πριν πάνε να εγκατασταθούν με τον πολίτη της Ένωσης.
38 Συνεπώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτομάτως η ίδια νομολογία σε πραγματική κατάσταση στην οποία έχουν μεσολαβήσει πλείονα έτη μεταξύ της αναχώρησης του υπηκόου τρίτης χώρας από τη χώρα καταγωγής του και της αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής.
39 Όσον αφορά μια τέτοια περίπτωση, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους πιστοποιείται με τη χορήγηση εγγράφου το οποίο καλείται «Δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης» και το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγήσουν το αργότερο εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
40 Επιπλέον, το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο απαριθμεί εξαντλητικώς τα έγγραφα που αποδεικνύουν, συγκεκριμένα, την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, προβλέπει, στο στοιχείο δʹ, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει την ιδιότητα αυτή και, ως εκ τούτου, να αποκτήσει δελτίο διαμονής, πρέπει να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που πιστοποιούν ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχεία γʹ και δʹ, της ίδιας οδηγίας, ήτοι, στην περίπτωση του στοιχείου δʹ του εν λόγω άρθρου, ότι είναι ανιών σε ευθεία γραμμή συντηρούμενος από πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του.
41 Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η χορήγηση άδειας διαμονής, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, σε υπήκοο τρίτης χώρας δεν πρέπει να θεωρείται πράξη συστατική δικαιώματος, αλλά πράξη με την οποία διαπιστώνεται, από το κράτος μέλος, η ατομική κατάσταση ενός τέτοιου υπηκόου υπό το πρίσμα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo, C‑246/17, EU:C:2018:499, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Ο αναγνωριστικός χαρακτήρας των δελτίων διαμονής συνεπάγεται ότι αυτά προορίζονται να πιστοποιήσουν ένα προϋφιστάμενο δικαίωμα διαμονής του ενδιαφερομένου (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo, C‑246/17, EU:C:2018:499, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το οποίο αποκτάται ανεξαρτήτως της χορήγησης τέτοιου δελτίου από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Royer, 48/75, EU:C:1976:57, σκέψη 32).
43 Επομένως, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/38, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να χορηγήσει δελτίο διαμονής στον αιτούντα, υπήκοο τρίτης χώρας, αφού εξακριβώσει ότι αυτός πληροί τις προϋποθέσεις προκειμένου να απολαύει δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, και ιδίως ότι εμπίπτει στην έννοια του «μέλους της οικογένειας» κατά την εν λόγω οδηγία.
44 Αν η αρμόδια εθνική αρχή, κατά την εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, δεν προέβαινε σε εξακρίβωση του ότι ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πήγε να εγκατασταθεί πράγματι με αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής μερικά έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, συντηρείται, κατά τον χρόνο υποβολής της, από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, θα υπήρχε ο κίνδυνος να χορηγηθεί στον ανιόντα αυτόν δελτίο διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/38, ενώ δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ώστε να απολαύει δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών και, ως εκ τούτου, να λάβει το εν λόγω δελτίο διαμονής (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Chief Appeals Officer κ.λπ., C‑488/21, EU:C:2023:1013, σκέψεις 60 και 62).
45 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την υποβολή της αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής, ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να αποδείξει ότι εμπίπτει στην ως άνω έννοια και, επομένως, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ότι έχει την ιδιότητα του «συντηρούμενου απευθείας ανιόντος», κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38.
46 Δεύτερον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης υποβάλλει αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/38, πολλά έτη αφότου έχει πράγματι πάει να εγκατασταθεί με τον πολίτη της Ένωσης και τον σύντροφό του στο κράτος μέλος υποδοχής, ο εν λόγω ανιών οφείλει να αποδείξει, αφενός, ότι συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του στο ως άνω κράτος μέλος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και, αφετέρου, ότι συντηρούνταν από τον πολίτη αυτόν και/ή από τον σύντροφό του, στη χώρα καταγωγής του, κατά την ημερομηνία άφιξής του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
47 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την οδηγία 2004/38 δεν αντλούν δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι «μέλ[η] της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, ενός πολίτη της Ένωσης ο οποίος άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo, C‑246/17, EU:C:2018:499, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Ως εκ τούτου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 29 και 31 της παρούσας αποφάσεως, η ίδια η εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 και, κατά συνέπεια, η εφαρμογή των δικαιωμάτων που εγγυάται η οδηγία αυτή, ιδίως του δικαιώματος εισόδου, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38, και του δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, προϋποθέτουν, όσον αφορά τον υπήκοο τρίτης χώρας που επιθυμεί να πάει να εγκατασταθεί με πολίτη της Ένωσης και τον σύντροφο του πολίτη αυτού, μεταξύ άλλων, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει την ιδιότητα του «μέλο[υ]ς της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, όπερ συνεπάγεται, για τους ανιόντες σε ευθεία γραμμή, ότι συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του.
49 Αν ο έλεγχος, από την αρμόδια εθνική αρχή, της προϋπόθεσης που αφορά τη σχέση εξάρτησης περιοριζόταν στον έλεγχο της κατάστασης του ανιόντος σε ευθεία γραμμή στο κράτος μέλος υποδοχής κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, θα μπορούσε να χορηγηθεί στον ανιόντα το εν λόγω δελτίο διαμονής, ενώ αυτός δεν πληρούσε, κατά την ημερομηνία κατά την οποία πήγε να εγκατασταθεί πράγματι με τον πολίτη της Ένωσης, τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να απολαύει δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών, όπερ, εξάλλου, θα αντέβαινε στους σκοπούς της οδηγίας 2004/38.
50 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2004/38 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την άσκηση του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και να ενισχύσει το δικαίωμα αυτό. Η αιτιολογική σκέψη 5 της ως άνω οδηγίας υπογραμμίζει ότι το εν λόγω δικαίωμα, προκειμένου να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες αξιοπρέπειας, πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειας των πολιτών αυτών, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes, C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
51 Η εν λόγω οδηγία δεν παρέχει, εντούτοις, κανένα αυτοτελές δικαίωμα στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία είναι υπήκοοι τρίτης χώρας. Συνεπώς, τα δικαιώματα που τυχόν παρέχει η συγκεκριμένη οδηγία στους υπηκόους αυτούς απορρέουν από τα δικαιώματα που έχει ο πολίτης της Ένωσης λόγω της άσκησης του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes, C‑165/16, EU:C:2017:862, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
52 Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι η προϋπόθεση του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, κατά την οποία ο ανιών σε ευθεία γραμμή πρέπει να συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του, δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών [COM(2001) 257 τελικό] (ΕΕ 2001, C 270 E, σ. 150), την οποία υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η προϋπόθεση αυτή προστέθηκε κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, όπερ αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να περιορίσει το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που προβλέπει η οδηγία 2004/38 σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ανιόντων σε ευθεία γραμμή, ήτοι μόνο σε εκείνους που συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του.
53 Αν το γεγονός ότι ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης υπέβαλε αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής πολλά έτη αφότου είχε πάει να εγκατασταθεί με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής είχε ως συνέπεια ότι, κατά την εξέταση της αίτησης αυτής, η αρμόδια εθνική αρχή δεν οφείλει πλέον να εξακριβώσει την ύπαρξη κατάστασης εξάρτησης, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, στη χώρα καταγωγής ή προέλευσης του ανιόντος, ενώ, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω εξακρίβωση θα ήταν αναγκαία αν η αίτηση είχε υποβληθεί ταυτοχρόνως με την άφιξη του ως άνω ανιόντος στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, θα υφίστατο όχι μόνον ο κίνδυνος διεύρυνσης του αριθμού των δυνητικών δικαιούχων των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία αυτή, κατά παράβαση της βούλησης που εξέφρασε ο νομοθέτης της Ένωσης, αλλά και ο κίνδυνος καταστρατήγησης των απαιτήσεων που θέτει η οδηγία 2004/38.
54 Εντούτοις, οι ως άνω κίνδυνοι δεν υφίστανται όταν ο εν λόγω ανιών σε ευθεία γραμμή εισήλθε στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και διέμεινε σε αυτό αρχικώς βάσει αυτοτελούς ή παράγωγου δικαιώματος διαμονής, το οποίο μπορεί να χορηγηθεί βάσει του δικαίου της Ένωσης δυνάμει άλλης διάταξης πλην του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ή ακόμη και δυνάμει του εθνικού δικαίου. Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί ο ανιών να αποδείξει ότι συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του στο εν λόγω κράτος μέλος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του για χορήγηση δελτίου διαμονής, δυνάμει του άρθρου 10 της ως άνω οδηγίας.
55 Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τον αποδεκτό τρόπο αποδείξεως προκειμένου να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος να καταδείξει ότι έχει την ιδιότητα του «συντηρούμενου απευθείας ανιόντος», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας διευκρινίζει απλώς ότι, για τη χορήγηση του δελτίου διαμονής, τα κράτη μέλη οφείλουν να ζητούν δικαιολογητικά που πιστοποιούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, συμπεριλαμβανομένης, επομένως, της προϋπόθεσης που συνδέεται με τη σχέση εξάρτησης.
56 Εφόσον δεν διευκρινίζεται ο αποδεκτός τρόπος αποδείξεως, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να καταδείξει ότι έχει την ιδιότητα του «συντηρούμενου απευθείας ανιόντος», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόδειξη αυτή μπορεί να γίνει με κάθε κατάλληλο μέσο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2007, Jia, C‑1/05, EU:C:2007:1, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι έγγραφο της αρμόδιας αρχής της χώρας καταγωγής ή προέλευσης το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη κατάστασης εξάρτησης, καίτοι κατ’ εξοχήν πρόσφορο για τον σκοπό αυτό, εντούτοις, δεν μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ενώ εξάλλου η απλή ανάληψη εκ μέρους του πολίτη της Ένωσης ή του συντρόφου του της δέσμευσης να συντηρούν το οικείο μέλος της οικογένειας ενδέχεται να μη θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη πραγματικής κατάστασης εξάρτησης του μέλους αυτού (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2007, Jia, C‑1/05, EU:C:2007:1, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής υποβάλλεται πολλά έτη αφότου ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης πήγε να εγκατασταθεί με αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής, ο εν λόγω ανιών, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει την ιδιότητα του «μέλο[υ]ς της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, και, ως εκ τούτου, προκειμένου να απολαύει παράγωγου δικαιώματος διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να είναι σε θέση να προσκομίσει, προς στήριξη της αίτησής του, μεταξύ άλλων, έγγραφα τα οποία εκδόθηκαν στο παρελθόν και πιστοποιούν την ύπαρξη κατάστασης εξάρτησης στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο ανιών πήγε να εγκατασταθεί πράγματι με τον πολίτη της Ένωσης και τον σύντροφό του. Τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υπερβολικά παλαιά.
59 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κρίνει αν ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης συντηρείται από τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη τόσο την κατάσταση του ανιόντος στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία την εγκατέλειψε και πήγε να εγκατασταθεί με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, ενδεχομένως βάσει εγγράφων που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, όσο και την κατάσταση του ανιόντος στο εν λόγω κράτος μέλος κατά την ημερομηνία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, όταν έχουν παρέλθει πολλά έτη μεταξύ των δύο ανωτέρω ημερομηνιών.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
60 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής που υπέβαλε η XXX, στις 26 Ιουνίου 2015, στην αρμόδια βελγική αρχή απορρίφθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2015. Η απόφαση περί άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής συνοδευόταν από διαταγή εγκατάλειψης του βελγικού εδάφους. Επομένως, στο μέτρο που η διαταγή αυτή δεν εκτελέστηκε, η XXX διέμενε, από την ημερομηνία έκδοσης της ως άνω απορριπτικής απόφασης, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) της 14ης Απριλίου 2016, και εφεξής, παρανόμως στο βελγικό έδαφος.
61 Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των περιστάσεων, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται για την περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής οφείλει, κατά την εξέταση της αίτησης χορήγησης δελτίου διαμονής η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/38, και, ιδίως προκειμένου να κρίνει αν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά τη σχέση εξάρτησης του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, να λάβει υπόψη την κατάσταση του αιτούντος στο εν λόγω κράτος μέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αιτών διαμένει παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, υπό το πρίσμα της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της ανωτέρω προϋπόθεσης.
62 Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2004/38 δεν εξαρτά την ιδιότητα του «μέλο[υ]ς της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, από την προϋπόθεση «νόμιμης διαμονής» στο κράτος μέλος υποδοχής. Συνεπώς, ο ορισμός των μελών της οικογένειας που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή δεν διακρίνει αναλόγως του κατά πόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν ήδη διαμείνει νομίμως, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, στο κράτος μέλος υποδοχής.
63 Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 εξαρτάται, όσον αφορά τους ανιόντες σε ευθεία γραμμή, από τη σχέση εξάρτησης, για την οποία κάνει λόγο, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας και η οποία αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να απολαύουν οι ανιόντες των δικαιωμάτων που εγγυάται η οδηγία, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.
64 Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, εφόσον, πρώτον, ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης μπορεί να αποδείξει ότι, τόσο κατά την ημερομηνία της αιτήσεώς του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η οποία υποβλήθηκε πολλά έτη μετά την άφιξή του στο κράτος μέλος υποδοχής, όσο και κατά την ημερομηνία της άφιξής του στο κράτος μέλος αυτό, συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του και, δεύτερον, ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2004/38, ο ανιών σε ευθεία γραμμή έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο πιστοποιείται με τη χορήγηση δελτίου διαμονής.
65 Επομένως, εφόσον οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου δικαιώματος διαμονής, οι οποίες καθορίζονται στην οδηγία 2004/38, ιδίως η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη σχέσης εξάρτησης, πληρούνται κατά τις κρίσιμες ημερομηνίες που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, δεν επιτρέπεται η άρνηση αναγνώρισης του εν λόγω δικαιώματος διαμονής με την αιτιολογία ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, ο ανιών σε ευθεία γραμμή διαμένει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πολίτης της Ένωσης με τον οποίο ο ανιών πήγε να εγκατασταθεί και ο σύντροφος του εν λόγω πολίτη.
66 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 10 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης ο οποίος μπορεί να αποδείξει ότι, τόσο κατά την ημερομηνία της αιτήσεώς του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η οποία υποβλήθηκε πολλά έτη μετά την άφιξή του στο κράτος μέλος υποδοχής, όσο και κατά την ημερομηνία της άφιξής του στο κράτος μέλος αυτό, συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφο αυτού, έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, που απορρέει από τα δικαιώματα των οποίων απολαύει ο πολίτης της Ένωσης και πιστοποιείται με τη χορήγηση δελτίου διαμονής, εφόσον ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας. Δεν επιτρέπεται άρνηση αναγνώρισης του ως άνω δικαιώματος διαμονής με την αιτιολογία ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, ο ανιών διαμένει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
67 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση υλικής εξάρτησης ανιόντος σε ευθεία γραμμή του συντρόφου ενός πολίτη της Ένωσης από τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης και/ή τον σύντροφό του, σε περίπτωση που η αίτηση χορήγησης δελτίου διαμονής υποβάλλεται πολλά έτη αφότου ο ανιών πήγε να εγκατασταθεί πράγματι με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής.
68 Το ερώτημα αυτό υποβάλλεται για την περίπτωση που το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ανιών σε ευθεία γραμμή, για να αποδείξει ότι συντηρείται από πολίτη της Ένωσης με τον οποίο πηγαίνει να εγκατασταθεί και/ή από τον σύντροφο του πολίτη της Ένωσης, δεν μπορεί να επικαλεστεί έγγραφα τα οποία χορηγήθηκαν στη χώρα καταγωγής του και πιστοποιούν την ύπαρξη σχέσης εξάρτησης, για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά είναι υπερβολικά παλαιά για να αποδείξουν, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, την ύπαρξη σχέσης εξάρτησης στη χώρα καταγωγής του.
69 Ωστόσο, από τις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο εν λόγω ανιών, προκειμένου να αποδείξει ότι συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης με τον οποίο πηγαίνει να εγκατασταθεί και/ή από τον σύντροφο του πολίτη της Ένωσης, μπορεί να επικαλεστεί τέτοια έγγραφα προς στήριξη της αιτήσεώς του για χορήγηση δελτίου διαμονής.
70 Κατά συνέπεια, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
71 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 της οδηγίας,
έχει την έννοια ότι:
προκειμένου να κρίνει αν ο ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης συντηρείται από τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφό του, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη τόσο την κατάσταση του ανιόντος στη χώρα καταγωγής του κατά την ημερομηνία κατά την οποία την εγκατέλειψε και πήγε να εγκατασταθεί με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, ενδεχομένως βάσει εγγράφων που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, όσο και την κατάσταση του ανιόντος στο εν λόγω κράτος μέλος κατά την ημερομηνία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, όταν έχουν παρέλθει πολλά έτη μεταξύ των δύο ανωτέρω ημερομηνιών.
2) Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 10 της οδηγίας,
έχει την έννοια ότι:
ανιών σε ευθεία γραμμή του συντρόφου πολίτη της Ένωσης ο οποίος μπορεί να αποδείξει ότι, τόσο κατά την ημερομηνία της αιτήσεώς του για τη χορήγηση δελτίου διαμονής, η οποία υποβλήθηκε πολλά έτη μετά την άφιξή του στο κράτος μέλος υποδοχής, όσο και κατά την ημερομηνία της άφιξής του στο κράτος μέλος αυτό, συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης και/ή από τον σύντροφο αυτού, έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, που απορρέει από τα δικαιώματα των οποίων απολαύει ο πολίτης της Ένωσης και πιστοποιείται με τη χορήγηση δελτίου διαμονής, εφόσον ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας. Δεν επιτρέπεται άρνηση αναγνώρισης του ως άνω δικαιώματος διαμονής με την αιτιολογία ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, ο ανιών διαμένει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, παρανόμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
(υπογραφές)