ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 3ης Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Αρχή ne bis in idem – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Απόφαση περί προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης η οποία εκδόθηκε σε κράτος μέλος έναντι φυσικών προσώπων που απεβίωσαν και απασχολούνταν προηγουμένως από νομικό πρόσωπο – Ποινικές διώξεις κατά του εν λόγω νομικού προσώπου κινηθείσες σε άλλο κράτος μέλος – Απαράδεκτο »
Στην υπόθεση C‑701/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal judiciaire de Paris (πλημμελειοδικείο Παρισιού, Γαλλία) με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά
Swiftair SA,
παρισταμένων των:
Syndicat ALTER,
Association AH5017-Ensemble κ.λπ.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, και S. Gervasoni, δικαστή,
γενικός εισαγγελέας: D. Spielmann
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Swiftair SA, εκπροσωπούμενη από τους R. Lindon και P. Spinosi, avocats,
– το syndicat ALTER, εκπροσωπούμενο από τον A. Lyon-Caen, avocat,
– η association AH5017-Ensemble, εκπροσωπούμενη από τον E. Piwnica, avocat,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard, τη B. Dourthe και τον B. Fodda,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη F. Blanc και τον I. Zaloguin,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995 (στο εξής: ΣΕΣΣ), ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά της εταιρίας Swiftair SA, η οποία κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονίες από αμέλεια τελεσθείσες στο Μαλί στις 24 Ιουλίου 2014.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις της ΣΕΣΣ έχουν ως εξής:
«Βασιζόμενα στη συμφωνία του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα,
Έχοντας αποφασίσει να εκπληρώσουν την εκφρασμένη σ’ αυτή τη συμφωνία θέληση να επιτύχουν την κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα κατά την κυκλοφορία των προσώπων και να διευκολύνουν τη μεταφορά και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων,
Εκτιμώντας ότι η συνθήκη για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως συμπληρώθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, προβλέπει ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα,
[…]».
4 Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ορίζει τα εξής:
«Όποιος [δικάστηκε] αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»
Το ισπανικό δίκαιο
5 Το άρθρο 637 του Ley de Enjuiciamiento Criminal (κώδικα ποινικής δικονομίας) έχει ως εξής:
«Οριστική παύση της ποινικής δίωξης χωρεί:
1°) όταν δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι τελέστηκε η πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη·
2°) όταν η πράξη δεν συνιστά ποινικό αδίκημα·
3°) όταν προκύπτει από τη διαδικασία ότι τα πρόσωπα κατά των οποίων απαγγέλθηκαν κατηγορίες δεν φέρουν ποινική ευθύνη, ως αυτουργοί, συνεργοί ή αποδέκτες προϊόντων εγκλήματος.»
6 Το άρθρο 641 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης χωρεί:
1°) όταν δεν αποδεικνύεται δεόντως η τέλεση του ποινικού αδικήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη·
2°) όταν προκύπτει μεν από την ανάκριση ότι όντως τελέστηκε ποινικό αδίκημα, αλλά δεν υφίστανται αποχρώντες λόγοι για να απαγγελθούν κατηγορίες κατά ενός ή πλειόνων συγκεκριμένων προσώπων ως αυτουργών, συνεργών ή αποδεκτών των προϊόντων εγκλήματος.»
Το γαλλικό δίκαιο
7 Το άρθρο 113-9 του code pénal (ποινικού κώδικα) προβλέπει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 113-6 και 113-7, δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά προσώπου που αποδεικνύει ότι δικάστηκε αμετάκλητα στην αλλοδαπή για τις ίδιες πράξεις και, σε περίπτωση καταδίκης, ότι η ποινή έχει εκτιθεί ή παραγραφεί.»
8 Το άρθρο 692 του code de procédure pénale (κώδικα ποινικής δικονομίας) ορίζει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά προσώπου που αποδεικνύει ότι δικάστηκε αμετάκλητα στην αλλοδαπή για τις ίδιες πράξεις και, σε περίπτωση καταδίκης, ότι η ποινή έχει εκτιθεί ή παραγραφεί.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
9 Στις 24 Ιουλίου 2014 αεροσκάφος το οποίο ανήκε στη Swiftair και ήταν νηολογημένο στην Ισπανία ναυλώθηκε για πτήση από την Ουαγκαντούγκου (Μπουρκίνα Φάσο) στο Αλγέρι (Αλγερία). Το αεροσκάφος αυτό συνεθλίβη σε περιοχή της ερήμου που βρίσκεται στο βόρειο Μαλί. Όλοι οι επιβαίνοντες του αεροσκάφους, στους οποίους περιλαμβάνονταν 54 Γάλλοι υπήκοοι, απεβίωσαν κατά το ατύχημα αυτό.
10 Κατόπιν του εν λόγω ατυχήματος, ο Juzgado Central de Instrucción n° 6 (έκτος τακτικός ανακριτής, Ισπανία) κίνησε ανακριτική διαδικασία με διάταξη της 24ης Ιουλίου 2014. Εν συνεχεία, με διάταξη της 23ης Σεπτεμβρίου 2014, και αφού απέρριψε το ενδεχόμενο τρομοκρατικής επίθεσης, ο εν λόγω δικαστής έκρινε ότι έπρεπε να γίνει έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν δυνατόν να οφείλονται σε απειρία ή αμέλεια των φυσικών προσώπων που οδηγούσαν το εν λόγω αεροσκάφος.
11 Παράλληλα, στη Γαλλία, η χωροφυλακή των αεροπορικών μεταφορών επελήφθη της υποθέσεως προκειμένου να διεξαγάγει έρευνα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Με εισαγγελική παραγγελία της 29ης Ιουλίου 2014, διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση για ανθρωποκτονίες από αμέλεια.
12 Μεταξύ των ετών 2014 και 2016, οι ισπανικές και οι γαλλικές δικαστικές αρχές συνεργάστηκαν, ιδίως μέσω αμοιβαίων αιτήσεων διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατόν να ρυθμιστεί εκ των προτέρων, χάρη στην επικοινωνία μεταξύ των αρχών αυτών, το ζήτημα ενδεχόμενης έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων κατόπιν των ερευνών που διεξήγαγαν παραλλήλως οι εν λόγω αρχές.
13 Στις 18 Ιουλίου 2016 ο Ισπανός ανακριτής εξέδωσε απόφαση περί προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης δυνάμει του άρθρου 641 του ισπανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, με την αιτιολογία ότι, «όσον αφορά την ανθρώπινη και επαγγελματική πτυχή του πληρώματος», καθώς και την κατάσταση του αεροσκάφους, δεν είχε βρει «καμία απόδειξη ότι είχαν διαπραχθεί παρατυπίες εκ μέρους της εταιρίας [Swiftair], οι οποίες μπορούσαν να έχουν σχέση με το αεροπορικό ατύχημα […]». Ειδικότερα, κατά την απόφαση αυτή, δεν διαπιστώθηκε «καμία παράβαση της αντικειμενικής υποχρέωσης προσοχής ή επιμέλειας που υπέχουν οι χειριστές αεροσκαφών».
14 Στη Γαλλία, οι τεχνικές έρευνες ανατέθηκαν σε επιτροπή τριών εμπειρογνωμόνων, η οποία με την τελική της έκθεση, που κατατέθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2016, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν παράγοντες που συνέβαλαν στο ατύχημα, όπως είναι η εποχική δραστηριότητα των χειριστών, η οποία συνέβαλε στη μείωση του επιπέδου επιδόσεώς τους για την αντιμετώπιση ασυνήθιστων καταστάσεων, και ο ανεπαρκής αριθμός καθώς και το ελλιπές περιεχόμενο των εκπαιδευτικών ασκήσεών τους στο έδαφος και στον προσομοιωτή πτήσεων, που συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη κατάλληλης αντίδρασης για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης.
15 Στις 29 Ιουνίου 2017 ο Γάλλος ανακριτής απήγγειλε κατηγορία κατά της Swiftair για ανθρωποκτονίες από αμέλεια, με την αιτιολογία ότι δεν είχε διασφαλίσει στο πλήρωμα «επαρκή εκπαίδευση» και είχε, ως εκ τούτου, προκαλέσει ακουσίως τον θάνατο του συνόλου των επιβαινόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν θύματα έχοντα τη γαλλική ιθαγένεια. Με προσφυγή της 24ης Νοεμβρίου 2017, η Swiftair ζήτησε την ακύρωση της απαγγελίας κατηγοριών για τον λόγο ότι έπρεπε να εφαρμοστεί υπέρ αυτής η απόφαση περί παύσης της ποινικής δίωξης που εκδόθηκε στην Ισπανία, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη και πρέπει να έχει δεσμευτική ισχύ στη Γαλλία δυνάμει του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ και της αρχής ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 54. Στις 16 Νοεμβρίου 2018 η ανωτέρω προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη από το δικαστικό συμβούλιο.
16 Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2021, ο Γάλλος ανακριτής διέταξε την παραπομπή της Swiftair ενώπιον του tribunal judiciaire de Paris (πλημμελειοδικείου Παρισιού, Γαλλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα σχετικά με παραβίαση της αρχής ne bis in idem που προέβαλε η εταιρία αυτή, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω απόφαση περί παύσης της ποινικής δίωξης δεν είχε ισχύ δεδικασμένου και δεν ήταν αμετάκλητη. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση, αντίστοιχη της οποίας δεν υφίσταται στο γαλλικό δίκαιο, δεν έχει ως αποτέλεσμα την οριστική εξάλειψη της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας και δεν εμποδίζει την άσκηση άλλων ποινικών διώξεων για τις ίδιες πράξεις.
17 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας ισπανικής νομοθεσίας, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη νομικού προσώπου, όπως η Swiftair, και ότι, για τον λόγο αυτόν, καμία πράξη διώξεως ή καταναγκασμού στην Ισπανία δεν αφορά τυπικώς το εν λόγω νομικό πρόσωπο. Συνακόλουθα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η απόφαση περί παύσης της ποινικής δίωξης που εκδόθηκε στην Ισπανία, στο μέτρο που μπορεί να καταστεί αμετάκλητη, καλύπτει, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, όχι μόνον τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα, αλλά και το εμμέσως εμπλεκόμενο νομικό πρόσωπο, ούτως ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι το τελευταίο «[δικάστηκε] αμετάκλητα», κατά την έννοια του άρθρου 54.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal judiciaire de Paris (πλημμελειοδικείο Παρισιού) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, την έννοια ότι δυνάμενη να προσβληθεί με ένδικο μέσο διάταξη περί παύσης της ποινικής δίωξης, η οποία εκδόθηκε από δικαιοδοτικό όργανο σε συμβαλλόμενο κράτος μετά τη διεξαγωγή λεπτομερούς ανάκρισης στην υπόθεση και η οποία κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας, εκτός εάν προκύψουν νέα επιβαρυντικά στοιχεία, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αμετάκλητη απόφαση, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, ακόμη και αν, κατά το δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο εκδόθηκε, η εν λόγω διάταξη περί παύσης της ποινικής δίωξης δεν παράγει όλα τα αποτελέσματα απόφασης με πλήρη ισχύ δεδικασμένου;
2) Έχει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, την έννοια ότι, σε περίπτωση έκδοσης διάταξης περί παύσης της ποινικής δίωξης που ισοδυναμεί με αμετάκλητη απόφαση, δυνάμενης να προσφέρει την προστασία του ne bis in idem που προβλέπεται από τη ρύθμιση αυτή, ως πρόσωπο που “[δικάστηκε] αμετάκλητα” νοείται κάθε ενοχοποιηθέν κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας πρόσωπο, οι πράξεις ή οι παραλείψεις του οποίου αποτέλεσαν αντικείμενο ερευνών, ακόμη και αν εις βάρος του προσώπου αυτού δεν ασκήθηκε επισήμως ποινική δίωξη ή πράξη καταναγκασμού κατά το στάδιο της ανάκρισης;
3) Έχει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, την έννοια ότι υφίσταται ταυτότητα προσώπων μεταξύ, αφενός, των φυσικών προσώπων οι πράξεις των οποίων τελέστηκαν κατά την άσκηση των εταιρικών καθηκόντων τους, προς όφελος και για λογαριασμό του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν και, αφετέρου, του ίδιου του νομικού προσώπου, η οποία απαγορεύει κάθε δίωξη σε βάρος νομικού προσώπου σε συμβαλλόμενο κράτος, αν οι νόμιμοι εκπρόσωποί του “[δικάστηκαν] αμετάκλητα” κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, καίτοι ουδέποτε ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ίδιου του νομικού προσώπου στο τελευταίο αυτό κράτος;
4) Αν η απάντηση στο προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα είναι καταφατική, έχει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη, σε μια τέτοια περίπτωση την έννοια ότι η προστασία που παρέχει η αρχή ne bis in idem πρέπει να καλύπτει το νομικό πρόσωπο, ακόμη και αν, κατά το δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο εκδόθηκε η αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του νομικού προσώπου, είτε διότι τα νομικά πρόσωπα δεν υπέχουν άμεσα ποινική ευθύνη στο εν λόγω κράτος, είτε διότι τα νομικά πρόσωπα υπέχουν ποινική ευθύνη μόνον για αδικήματα που δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της ποινικής δίωξης;»
Επί του παραδεκτού
19 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2024, Kolin Inşaat Turizm Sanayi ve Ticaret, C‑652/22, EU:C:2024:910, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
20 Εντούτοις, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει αν έχει αρμοδιότητα ή αν είναι παραδεκτή η αίτηση που του έχει υποβληθεί (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2024, Kolin Inşaat Turizm Sanayi ve Ticaret, C‑652/22, EU:C:2024:910, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
21 Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα τα οποία του υποβάλλονται [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
22 Συναφώς, οι απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο αίτησης προδικαστικής αποφάσεως προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Βάσει των απαιτήσεων αυτών, οι οποίες επαναλαμβάνονται στο σημείο 15 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1), κάθε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει «συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα», «το περιεχόμενο των δυνητικά εφαρμοστέων εν προκειμένω εθνικών διατάξεων και, ενδεχομένως, τη σχετική εθνική νομολογία», καθώς και «έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας».
23 Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, όποιος δικάστηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.
24 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ αποσκοπεί να διασφαλίσει σε όσους έχουν καταδικαστεί και εκτίσει την ποινή τους ή, ενδεχομένως, έχουν απαλλαγεί της κατηγορίας αμετάκλητα σε ένα κράτος μέλος ότι μπορούν να μετακινούνται εντός του χώρου Σένγκεν χωρίς να κινδυνεύουν να διωχθούν, για τις ίδιες πράξεις, σε άλλο κράτος μέλος (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Volkswagen Group Italia και Volkswagen Aktiengesellschaft, C‑27/22, EU:C:2023:663, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
25 Πράγματι, το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα, αφενός, του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 46), και, αφετέρου, των αιτιολογικών σκέψεων της ΣΕΣΣ, από τις οποίες προκύπτει ότι σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η επίτευξη της κατάργησης των ελέγχων στα κοινά σύνορα κατά την κυκλοφορία των προσώπων, καθώς και η διευκόλυνση της μεταφοράς και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα.
26 Κατά συνέπεια, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεν ασκεί επιρροή όταν δεν τίθεται ζήτημα δυνατότητας ελεύθερης μετακίνησης εντός του χώρου αυτού και, ειδικότερα, όταν πρόκειται μόνο για νομικά πρόσωπα (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Volkswagen Group Italia και Volkswagen Aktiengesellschaft, C‑27/22, EU:C:2023:663, σκέψη 82).
27 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε στη Γαλλία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, στρέφεται αποκλειστικά κατά νομικού προσώπου, ήτοι της Swiftair. Τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η ποινική ευθύνη εξετάστηκε στην Ισπανία απεβίωσαν κατά το επίμαχο στην κύρια δίκη ατύχημα. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι είναι πρόδηλο ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά τη δυνατότητα φυσικών προσώπων να μετακινούνται ελεύθερα, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεν έχει εφαρμογή επ’ αυτής.
28 Κατά τη νομολογία, όταν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης και, επομένως, δεν ασκούν επιρροή για την επίλυσή της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ζητούμενη προδικαστική απόφαση δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του και ότι, ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα (πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2024, Kolin Inşaat Turizm Sanayi ve Ticaret, C‑652/22, EU:C:2024:910, σκέψεις 38 και 68). Επομένως, τα ερωτήματα που υπέβαλε εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο είναι, για τον λόγο αυτόν, απαράδεκτα κατά το μέρος που αφορούν το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ.
29 Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στο άρθρο 50 του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, προϋποθέτει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ πράξης του δικαίου της Ένωσης και του επίμαχου εθνικού μέτρου που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο [πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2024, PT (Συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και δράστη αξιόποινης πράξης), C‑432/22, EU:C:2024:987, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
30 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τη σχέση που κατά τη γνώμη του υφίσταται μεταξύ της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας και των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η αίτηση αυτή, ως έχει, δεν καθιστά δυνατόν να διαπιστωθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί σχετικώς, οι δε διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αυτές και μόνον, την εν λόγω αρμοδιότητα (διάταξη της 17ης Μαΐου 2024, VGG κ.λπ., C‑190/23, EU:C:2024:420, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη, διαπιστώνεται ότι, επί του παρόντος, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί, κατά την έννοια της πάγιας νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως και, ειδικότερα, τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον δεν εκθέτει τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας και των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.
32 Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της.
33 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχουσα το σύνολο των στοιχείων βάσει των οποίων θα καταστεί δυνατό στο Δικαστήριο να αποφανθεί (πρβλ. διάταξη της 20ής Μαΐου 2021, ENR Grenelle Habitat κ.λπ., C‑88/20, EU:C:2021:407, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Επί των δικαστικών εξόδων
34 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το tribunal judiciaire de Paris (πλημμελειοδικείο Παρισιού, Γαλλία), με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, είναι απαράδεκτη.
(υπογραφές)