ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Φορολογία Εισοδήματος – Φορολόγηση ποσών τραπεζικών καταθέσεων κατ’ άρθρο 29 παρ. 4 Κ.Φ.Ε. ως μη αιτιολογημένη προσαύξηση περιουσίας – Για το ορισμένο της προβολής του λόγου της ύπαρξης διαθέσιμου χρηματικού υπολοίπου, πρέπει να προβληθεί, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ότι ορισμένες, ειδικά προσδιορισμένες πιστώσεις πραγματοποιήθηκαν από τον φορολογούμενο με κατάθεση μετρητών που είχε στη διάθεσή του εκτός τραπεζικού συστήματος – Δεν τεκμηριώνεται ότι τα επίμαχα ποσά προέρχονται από κεφάλαια του προσφεύγοντος με βάση στοιχεία, όπως καταθετήρια τράπεζας, που μπορεί να αποδειχθεί ότι φέρουν την υπογραφή του φορολογούμενου ή προσώπου που ο ίδιος όρισε για να προβεί στην κατάθεση ή βεβαιώσεις ανάληψης ποσών κατά τις προηγούμενες χρήσεις, από τις οποίες να προκύπτει η ροή του χρήματος, ή ένορκες βεβαιώσεις τρίτων προσώπων που τυχόν είχαν γνώση των σχετικών κινήσεων –– Δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο στο ύψος των πιστώσεων, κάτω του οποίου δεν είναι εφικτός ο έλεγχος – Επιστροφή μέρους αναλογικού παραβόλου – Απορρίπτει την προσφυγή
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τμήμα ΙΓ’
Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2024, με δικαστή τη Βασιλική Καψάλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ευθυμία Παναγιωτίδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 6.4.2021 και αρ. καταχωρ.ΠΡ525/2021 και Ε.Α.Υ. 2021008154,
του … … … του …… , κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …… αρ. ……), ο οποίος δεν παραστάθηκε, πλην όμως εξουσιοδότησε την υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο με το με ημερομηνία κατάθεσης στις 27.1.2022 ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει το γνήσιο της υπογραφής,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» («Α.Α.Δ.Ε.») και έδρα στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης από το Διοικητή της και, εν προκειμένω, από τον Προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και δεν παραστάθηκε.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής :
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση της ……/28.1.2021 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία απορρίφθηκε η ……/24.9.2020 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος για την ακύρωση, μεταξύ άλλων, της ……/30.7.2020 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος/πράξης επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ε’ Θεσσαλονίκης, για το φορολογικό έτος 2014. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα διαφορά κύριου φόρου ποσού 10.052,52 ευρώ, πλέον διαφοράς ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης ποσού 1.218,48 ευρώ και προστίμου του άρθρου 58 του Κ.Φ.Δ. ποσού 3.015,76 ευρώ. Η κρινόμενη προσφυγή νομίμως εισάγεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 839/2023 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα ΙΕ’ – Μονομελές), που διέταξε τον χωρισμό του δικογράφου και ανέβαλε την οριστική του κρίση κατά το ένδικο κρατηθέν μέρος, ήτοι ως προς την …/28.1.2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε., κατά το μέρος που μ’ αυτήν απορρίφθηκε η ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της προμνησθείσας οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, η οποία ήταν η προτασσόμενη.
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής καταβλήθηκε παράβολο ποσού 114 ευρώ (βλ. σχετ. το από 12.3.2021 αποδεικτικό της τράπεζας Alpha Bank περί εξοφλήσεως του με κωδικό πληρωμής 36984626295105110092 e-παραβόλου και από 19.1.2022 αποδεικτικό της Τράπεζας Πειραιώς περί εξοφλήσεως του με κωδικό πληρωμής 45031065695203210075 e-παραβόλου, σε συνδυασμό με το με αρ.πρωτ.10120/11.3.2021 σημείωμα παραβόλου της Δ.Ο.Υ. Ε’ Θεσσαλονίκης). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ.3,4 και 11 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.- ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), το νομίμως οφειλόμενο αναλογικό παράβολο για το σύνολο του αντικειμένου της διαφοράς (κατά το ένδικο μέρος που κρατήθηκε) ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 112,71 ευρώ (αντικείμενο διαφοράς 11.271 Χ 1%) και, επομένως, πρέπει να επιστραφεί στον προσφεύγοντα το αχρεωστήτως καταβληθέν παράβολο ποσού 1,29 ευρώ.
3. Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των διαδίκων, οι οποίοι κλητεύθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως να παραστούν κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 27ης.6.2023 [βλ. τα από 9.3.2023 και 20.3.2023, αντίστοιχα, αποδεικτικά επίδοσης της ως άνω 839/2023 δικαστικής απόφασης από τον Επιμελητή Δικαστηρίων Σωκράτη Παντελίδη, επέχουσας θέσης κλήτευσης κατά τη δικάσιμο της 27ης.6.2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω
διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών στις 25.6.2023, επαναπροσδιορίστηκε δε οίκοθεν, με πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, στην παρούσα δικάσιμο χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 128 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ., όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 361 του ν. 4700/2020, ΦΕΚ Α ́ 127)].
4. Επειδή, ο ν. 4172/2013 «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 167), με τον οποίο εισήχθη νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.),που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 αυτού, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2014 και μετά, ορίζει στο άρθρο 21 ότι: «1. Ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις… 4. Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας», στο άρθρο 22 (ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ.1 του ν.4646/2019, ΦΕΚ Α’ 201), ότι: «Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. οι οποίες: α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση. γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.», στο άρθρο 28 ότι: «1. Το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα, ή β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ή γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από σχετική πρόσκληση. 2. Το εισόδημα φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδους ελέγχου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα», στο άρθρο 29 παρ. 4 ότι: «Το εισόδημα από προσαύξηση περιουσίας της παραγράφου 4 του άρθρου 21 φορολογείται με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%)», και στο άρθρο 39 ότι: «Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις».
5. Επειδή, μετά την εισαγωγή του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με τον προαναφερθέντα ν.4172/2013, ο οποίος καταλαμβάνει το ένδικο φορολογικό έτος, θεσπίστηκαν ανάλογες με τον προϊσχύοντα Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994, ΦΕΚ Α΄ 151) διατάξεις, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ειδικότερα δε αντίστοιχη με τις διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 2238/1994, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με το ν. 3888/2010 (ΦΕΚ Α΄ 175) είναι αυτή του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 4172/2013 σχετικά με την προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία. Όπως διευκρινίστηκε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3888/2010, ήταν αναγκαίο να καθορισθεί ποιος έχει το βάρος απόδειξης επί εισοδήματος, του οποίου δεν προκύπτει σαφώς η πηγή ή η αιτία προέλευσης λογιζόμενο, ως εκ τούτου, ως εισόδημα προερχόμενο από ελευθέρια επαγγέλματα. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 884/2016 επταμ.) ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 2238/1994 [και ήδη των άρθρων 13 επόμενα του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας, Κ.Φ.Δ.], με τα οποία παρέχεται στη φορολογική αρχή η εξουσία ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος με διάφορα μέσα: Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του. Κατ’ ακολουθίαν, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, καταρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή, ανταποκρινόμενος στην κλήση της να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν αντιστοιχεί σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών του φορολογίας εισοδήματος. Πάντως, η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης φοροδιαφυγής, η τέλεση της οποίας μπορεί να προκύπτει όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, κατά την αρκούντως σαφή και προβλέψιμη έννοια της διάταξης (του εδαφίου α΄) της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ [και ήδη των άρθρων 14 (παρ. 1), 15 (παρ. 3) και 27 (παρ. 1) του ν. 4174/2013], ποσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού και χορηγήσαντος την εντολή διενέργειας του εμβάσματος, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
6. Επειδή, τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, τα οποία κρίθηκαν με την απόφαση 884/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ισχύουν κατ’ αναλογία και σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού από κοινού με ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα. Πράγματι, και σε τέτοια περίπτωση, το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή όλοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεγχόμενος συνδικαιούχος του λογαριασμού είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας (στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη), μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η τυχόν μεταφορά του ποσού αυτού στον επίμαχο λογαριασμό από ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου του ή η κατάθεσή του από αυτόν, καθώς και χρεώσεις του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπως η μεταφορά χρηματικού ποσού από τον λογαριασμό αυτό σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου ή σε τραπεζικό λογαριασμό προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρίας στην οποία αυτός είναι εταίρος ή μέτοχος ή σε λογαριασμό τρίτου προσώπου με το οποίο αυτός έχει επαγγελματική/οικονομική συνεργασία ή οικονομική συναλλαγή, ή η αφαίρεση από τον κοινό λογαριασμό χρημάτων για την κάλυψη αγορών που έγιναν μέσω της χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας του συγκεκριμένου συνδικαιούχου ή άλλης δαπάνης για την κτήση εκ μέρους του εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων), ότι συνιστά εισόδημα του συγκεκριμένου συνδικαιούχου του λογαριασμού. Εξάλλου, ναι μεν, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 5638/1932, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 και με τα άρθρα 411, 489, 490, 491 και 493 του Αστικού Κώδικα), καθένας από τους συνδικαιούχους του λογαριασμού δικαιούται να απαιτήσει από την τράπεζα και να αναλάβει το σύνολο του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο ενεργητικό (υπόλοιπο) του λογαριασμού (βλ. ΣτΕ 2260/2008, ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1691/2014 κ.ά.), αλλά (α) το ανωτέρω στοιχείο αφορά μόνον στην ενοχική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού και της τράπεζας και δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση του (διοικητικής φύσης) ζητήματος εάν ορισμένο ποσό που πιστώθηκε στο λογαριασμό αυτό ή/και το οποίο μεταφέρθηκε από το λογαριασμό αυτό σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί (μη δηλωθέν στη φορολογική αρχή) εισόδημα συνδικαιούχου του λογαριασμού και (β) πέραν τούτου, κατά το ιδιωτικό δίκαιο, καθένας από τους λοιπούς συνδικαιούχους έχει έναντι του αναλαβόντος απαίτηση να του αποδοθεί το ποσό το οποίο τυχόν δικαιούται βάσει της εσωτερικής σχέσης που τους συνδέει (πρβλ. ΣτΕ 2260/2008, ΑΠ 1128/2017, 1691/2014, 1001/2012 κ.ά.), η οποία μπορεί να συνίσταται, ιδίως, σε σύμβαση δωρεάς, δανείου, εταιρείας ή εντολής, δυνάμει της οποίας ο εντολέας αναθέτει στον εντολοδόχο – συνδικαιούχο του λογαριασμού να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού, προς διευκόλυνση του εντολέα, που είναι ο αληθής δικαιούχος του ποσού του ενεργητικού του λογαριασμού (πρβλ. ΑΠ 1001/2012). Εάν δεν προκύπτει (αφενός, με βάση τους ισχυρισμούς του ελεγχόμενου και των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτοί επικαλούνται, και, αφετέρου, βάσει των μέτρων ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης που λαμβάνει η φορολογική αρχή, επιδεικνύοντας την δέουσα, ενόψει των συνθηκών, επιμέλεια, προκειμένου να διαπιστώσει ποιος είναι ο αληθής δικαιούχος των επίμαχων ποσών, ενόψει και της πηγής ή αιτίας πίστωσής τους στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό) κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων ή/και το μερίδιο που δικαιούται ο καθένας τους, βάσει της μεταξύ τους σχέσης, εφαρμόζεται το τεκμήριο που θέτει το άρθρου 493 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη στο ενεργητικό του (πρβλ. ΣτΕ 2260/2008, ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1691/2014, ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 380/2006 κ.ά.).
7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η με ημερομηνία θεώρησης 29.7.2020 έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος των Γ. Α. (επόπτη) και Ε. Π. (ελεγκτή) της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα εξής : Ο προσφεύγων, κατά το κρίσιμο φορολογικό έτος 2014, διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών «…… Π.Δ.Κ.Α», ενώ, εξάλλου, συμμετείχε και στη διοίκηση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «…… ΑΒΕΕ ……», ως Διευθύνων Σύμβουλος από ……1997 και ως Πρόεδρος Δ.Σ. από …….2004. Κατά το ανωτέρω φορολογικό έτος ο προσφεύγων απέκτησε εισοδήματα από εκμίσθωση γαιών, εκμίσθωση κατοικιών, εκμίσθωση καταστημάτων – γραφείων – αποθηκών, μερίσματα ημεδαπής προέλευσης, μισθούς – συντάξεις και τόκους ημεδαπής προέλευσης. Ειδικότερα, για τα εισοδήματα φορολογικού έτους 2014 υποβλήθηκε στην αρμόδια Α΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης η με αρ. ……/18.4.2019 δεύτερη τροποποιητική δήλωση Ε1, με την οποία δηλώθηκαν για τον ίδιο ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση γαιών κλπ. ποσού 735 ευρώ, ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση κατοικιών ποσού 2.220 ευρώ, ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση καταστημάτων κλπ. ποσού 5.083,98 ευρώ, μερίσματα (προ φόρου) ημεδαπής προέλευσης ποσού 225.000 ευρώ, επί των οποίων παρακρατήθηκε φόρος 22.500 ευρώ, καθαρά κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα ποσού 3.956,33 ευρώ, τόκοι ημεδαπής 16.160,12 ευρώ, επί των οποίων παρακρατήθηκε φόρος 2.424,02 ευρώ και δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών ποσού 395,63 ευρώ. Η προκαταβολή φόρου εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους ανήλθε σε 282,63 ευρώ για των προσφεύγοντα και σε 6.975,28 ευρώ για τη σύζυγό του. Κατόπιν της με αρ. ……/……/4215/17.5.2019 εντολής της Προϊσταμένης της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με το ……/23.5.2019 έγγραφο της εν λόγω Δ.Ο.Υ., διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο της Υπηρεσίας αυτής μερικός έλεγχος φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014. Αρχικά, με το ……/21.5.2019 έγγραφο γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η δυνατότητα υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων, μέχρι την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18, 19 και 72 παρ. 18 του Κ.Φ.Δ.. Περαιτέρω, προκειμένου να ερευνηθεί τυχόν προσαύξηση περιουσίας του προσφεύγοντος, στις 2.5.2017 τέθηκε στη διάθεση της φορολογικής αρχής, κατόπιν άρσεως του τραπεζικού απορρήτου, το Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, μέσω του οποίου αντλήθηκαν τα πρωτογενή δεδομένα που απέστειλαν τα πιστωτικά ιδρύματα. Ειδικότερα, ενοποιήθηκαν ημερολογιακά οι κινήσεις όλων των τραπεζικών λογαριασμών που διέθετε ο προσφεύγων, τα δε ηλεκτρονικά αρχεία με τις συναλλαγές των εν λόγω λογαριασμών, από την ημερομηνία ανοίγματος έως την ημερομηνία κλεισίματος και πάντως από την 1.1.2014 έως και την 31.12.2014, υπέστησαν επεξεργασία από το Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, ενώθηκαν και παραμετροποιήθηκαν σε ένα ενιαίο αρχείο, προκειμένου να είναι δυνατή η επεξεργασία τους. Κατά την επεξεργασία αυτή, εντοπίστηκαν και απομονώθηκαν ογδόντα εννέα (89) κινήσεις που αφορούν σε πιστώσεις/καταθέσεις (πρωτογενείς κινήσεις) χρηματικών ποσών οι οποίες δεν συσχετίσθηκαν, μέσω του αυτοματοποιημένου συστήματος αλλά ούτε και μέσω της επεξεργασίας των τραπεζικών δεδομένων από τον έλεγχο, με χρεώσεις άλλων λογαριασμών, ώστε να προκύψει η σύνδεσή τους με τα δηλωθέντα εισοδήματα του ελεγχόμενου. Προκειμένου δε να ελεγχθεί η προέλευση των παραπάνω μη συσχετισμένων πιστώσεων/καταθέσεων, ο έλεγχος με το αρ. πρωτ. ……/7.5.2020 αίτημα παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ. ζήτησε να αιτιολογηθεί η προέλευσή τους. Ο προσφεύγων, ανταποκρινόμενος στο ανωτέρω αίτημα έθεσε στη διάθεση του ελέγχου το από 8.6.2020 απαντητικό υπόμνημα (με αρ. πρωτ. ……/17.6.2020) για την αιτιολόγηση της προέλευσης των προς διερεύνηση τραπεζικών κινήσεων, στο οποίο έχει συμπληρώσει τη στήλη «αιτιολογία ελεγχόμενου», όπου παρείχε την αιτιολόγηση της προέλευσης των καταθέσεων. Παράλληλα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απέστειλε το απαντητικό υπόμνημα και το συνημμένο αρχείο καθώς και τραπεζικά παραστατικά και τις καρτέλες πελατών της εταιρίας με την επωνυμία «…… ΑΒΕΕ ……». Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο ήταν είτε μοναδικός δικαιούχος είτε συνδικαιούχος σε πληθώρα τραπεζικών λογαριασμών (περί τους 300) σε διάφορες τράπεζες (ALPHA, ΠΕΙΡΑΙΩΣ, EUROBANK, E.T.E. κλπ) και ότι πραγματοποιήθηκαν τραπεζικές συναλλαγές με την ως άνω εταιρία με την επωνυμία «…… ΑΒΕΕ ……», στη διοίκηση της οποίας συμμετείχε ο ίδιος. Από το σύνολο των πραγματοποιηθεισών στους εν λόγω λογαριασμούς τραπεζικών κινήσεων ο έλεγχος χαρακτήρισε ως μη αιτιολογημένες: α) δύο καταθέσεις μετρητών από τον ίδιο συνολικού ποσού 913,47 ευρώ και, ειδικότερα: i. μία κατάθεση ποσού 43,26 ευρώ σε λογαριασμό της ALPHA BANK που λήγει σε …1001 με ημερομηνία συναλλαγής 2.6.2014, περιγραφή κωδικού συναλλαγής «PAYMENT MANUAL» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΠΛΗΡΩΜΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ» και ii. μία κατάθεση ποσού 870,21 ευρώ σε λογαριασμό της ALPHA BANK που λήγει σε …5692 με ημερομηνία συναλλαγής 31.12.2014, περιγραφή κωδικού συναλλαγής «ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΧΟΡΗΓΗΣ» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΠΛΗΡΩΜΗ ΔΟΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ», με την αιτιολογία από τον έλεγχο ότι δεν αιτιολογήθηκε η προέλευση των μετρητών, β) δεκαεννιά κινήσεις (καταθέσεις, μεταφορές και συμψηφιστικές εγγραφές) συνολικού ποσού 6.548,71 ευρώ και, ειδικότερα: i. μία κατάθεση ποσού 57 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 8.1.2014, αιτιολογία «Μ… Ε…» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», ii. μία μεταφορά ποσού 45,67 ευρώ σε λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ που λήγει σε …6523 με ημερομηνία συναλλαγής 23.1.2014, αιτιολογία «Χ… Κ…» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», iii. μία κατάθεση ποσού 306 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 29.1.2014, αιτιολογία «Ο… Κ…» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», iv. μία κατάθεση ποσού 323,41 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 31.1.2014, αιτιολογία «……» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», v. μία κατάθεση ποσού 57 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 3.2.2014, αιτιολογία «Μ. Ε.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», vi. μία συμψηφιστική εγγραφη ποσού 215,77 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 5.2.2014, αιτιολογία «11749 P.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», vii. μία κατάθεση ποσού 844,20 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 12.3.2014, αιτιολογία «Ε. Ν.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», viii. μία κατάθεση ποσού 710,98 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 29.4.2014, αιτιολογία «Κ. Γ.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», ix. μία κατάθεση ποσού 60 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 16.5.2014, αιτιολογία «Δ. Π.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», x. μία συμψηφιστική εγγραφή ποσού 213 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 16.5.2014, αιτιολογία «Κ. Γ…» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xi. μία κατάθεση ποσού 306 ευρώ σε λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ που λήγει σε …6523 με ημερομηνία συναλλαγής 23.5.2014, αιτιολογία «Ο. Κ.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xii. μία κατάθεση ποσού 597,88 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 29.5.2014, αιτιολογία «Ζ. Ε.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xiii. μία κατάθεση ποσού 92 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 13.6.2014, αιτιολογία «Τ. Α.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xiv. μία κατάθεση ποσού 153 ευρώ σε λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ που λήγει σε …6523 με ημερομηνία συναλλαγής 26.6.2014, αιτιολογία «Ο. Κ.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΗΡΩΜΗ 150 € ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΕΓΙΝΕ ΛΑΘΟΣ ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ», xv. μία κατάθεση ποσού 210 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …6533 με ημερομηνία συναλλαγής 29.7.2014, χωρίς αιτιολογία και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα, xvi. μία κατάθεση ποσού 400 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 26.8.2014, αιτιολογία «Μ. Χ.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xvii. μία κατάθεση ποσού 775 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 20.10.2014, αιτιολογία «Α. Π.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΑΕ», xviii. μία κατάθεση ποσού 178 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 10.11.2014, αιτιολογία «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» και χωρίς αιτιολογία από τον προσφεύγοντα και xix. μία κατάθεση ποσού 1.003,80 ευρώ σε λογαριασμό της ΕΤΕ που λήγει σε …5327 με ημερομηνία συναλλαγής 14.11.2014, αιτιολογία «Τ. Χ.» και αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΑΦΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ Α.Ε. (ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΤΗΚΕ Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΔΕΝΙΣΕΙ Η ΚΑΡΤΕΛΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΗ)», με την αιτιολογία από τον έλεγχο ότι η αιτιολόγηση σχετικά με την προέλευση των ποσών δεν συνοδεύεται από αιτιολογικά έγγραφα , πλην των υπό στοιχεία xv. και xviii, με αιτιολογία από τον έλεγχο ότι δεν αιτιολογήθηκε η προέλευση των μετρητών, γ) δύο καταθέσεις συνολικού ποσού 3.000 ευρώ και, ειδικότερα: i. μία κατάθεση ποσού 500 ευρώ σε λογαριασμό της EUROBANK που λήγει σε …1745 με ημερομηνία συναλλαγής 10.3.2014, χωρίς αιτιολογία από τον προσφεύγοντα και ii. μία κατάθεση ποσού 2.500 ευρώ σε λογαριασμό της ALPHA BANK που λήγει σε …0063 με ημερομηνία συναλλαγής 12.5.2014, περιγραφή κωδικού συναλλαγής «ΚΑΤΑΘΕΣΗ/ΑΝΑΛΗΨΗ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ», χωρίς αιτιολογία από τον προσφεύγοντα, με την αιτιολογία από τον έλεγχο ότι δεν αιτιολογήθηκε η προέλευση των ποσών και δ) μια κατάθεση μετρητών συνολικού ποσού 120.000 ευρώ σε λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ που λήγει σε …1723, με ημερομηνία συναλλαγής 13.1.2014, με αιτιολογία από τον προσφεύγοντα «ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ (ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΨΕΩΣ)», κατά το ποσό των 100.000 ευρώ, με την αιτιολογία από τον έλεγχο ότι δεν αποδεικνύεται ότι το εν λόγω ποσό προήλθε από ανάληψη στις 30.9.2013 από τον λογαριασμό της MILLENIUM που λήγει σε …4735. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού το τελευταίο ως άνω ποσό των 100.000 ευρώ επιμερίστηκε στους πέντε συνδικαιούχους του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο κατατέθηκε, με αποτέλεσμα να αναλογεί στον προσφεύγοντα ποσό 20.000 ευρώ, προέκυψε συνολικό ποσό μη αιτιολογημένων καταθέσεών του ύψους 30.462,18 ευρώ. Τα ως άνω ποσά πρωτογενών καταθέσεων, που δεν αιτιολογήθηκαν, θεωρήθηκαν από τον έλεγχο ισόποση προσαύξηση της περιουσίας του προσφεύγοντος προερχόμενη από άγνωστη πηγή ή αιτία που δεν δηλώθηκε, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 § 4 του Κ.Φ.Δ. λογίζεται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται ως αυτό (συντ. 33%), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 § 4 του ίδιου Κώδικα. Κατόπιν τούτων, το καθαρό εισόδημα του προσφεύγοντος για το φορολογικό έτος 2014 προσδιορίστηκε στο ποσό των 283.215,66 ευρώ έναντι του δηλωθέντος ποσού 252.753,48, το οποίο αναλύεται σε εισόδημα από ακίνητη περιουσία ποσού 7.637,03 ευρώ, σε εισόδημα από μερίσματα – τόκους – δικαιώματα ποσού 241.160,12 ευρώ, σε εισόδημα από μισθωτή εργασία – συντάξεις ποσού 3.956,33 ευρώ και προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία που λογίζεται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα ποσού 30.462,18 ευρώ. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 και 63 του Κ.Φ.Δ., κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα το σχετικό σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου μαζί με τη σχετική πράξη προσωρινού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος για το ανωτέρω φορολογικό έτος, χορηγώντας, παράλληλα, σ΄αυτόν προθεσμία είκοσι ημερών για την υποβολή έγγραφων απόψεων. Ανταποκρινόμενος ο προσφεύγων, κατέθεσε το ……/24.7.2020 υπόμνημα, με το οποίο υποστήριξε ότι το προαναφερθέν ποσό των 100.000 ευρώ, προήλθε από ανάληψη στις 30.9.2013 από τον λογαριασμό της «Millenium Bank» που λήγει σε …4735, αποτελούσε δε προθεσμιακή κατάθεση, μετά τη λήξη της οποίας ο ίδιος, όπως συνήθιζε, ανέλαβε τα χρήματα και τα κρατούσε εις χείρας έως ότου επιτύχει, κατόπιν διαπραγματεύσεων με διάφορες τράπεζες, το καλύτερο δυνατό επιτόκιο σε μια νέα κατάθεση, η ανωτέρω δε έρευνα μπορεί να διαρκέσει από μερικές ημέρες έως μερικούς μήνες. Ο έλεγχος απέρριψε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για το ανωτέρω ποσό των 100.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω ποσό, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας είναι αρκετά υψηλό, ώστε να διατηρήθηκε επί 3,5 μήνες εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ έκανε δεκτό ότι το υπόλοιπο ποσό των 20.000 ευρώ προήλθε από ανάληψη που πραγματοποίησε ο ίδιος στις 13.1.2014 από τον λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ που λήγει σε …0523. Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων του ελέγχου, η Προϊσταμένη της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης προέβη στην έκδοση, μεταξύ άλλων, της 74/30.7.2020 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014, με την οποία καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα διαφορά κύριου φόρου ύψους 10.052,52 ευρώ, πλέον προστίμου φόρου του αρ.58 του Κ.Φ.Δ. ύψους 3.015,76 ευρώ και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης ύψους 1.218,48 ευρώ. Κατά της πράξης αυτής ο προσφεύγων άσκησε την 51175/24.9.2020 ενδικοφανή προσφυγή του, με την οποία υποστήριξε ότι μη νομίμως ο έλεγχος δεν όρισε κάποιο εύλογο όριο, πάνω από το οποίο θα ελέγχονταν οι καταθέσεις του και θεώρησε ως προσαύξηση περιουσίας καταθέσεις χαμηλής αξίας (κάτω των 1.000 ευρώ), καθώς και ότι η κατάθεση ποσού 120.000 ευρώ στον λογαριασμό της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ συνιστά επανακατάθεση από αναλήψεις ποσών 100.000 ευρώ και 20.000 ευρώ που πραγματοποίησε ο ίδιος στις 30.9.2013 και στις 13.1.2014, αντιστοίχως, από τους λήγοντες σε …4735 και …0523 λογαριασμούς της MILLENIUM BANK και της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, αντιστοίχως, μη νομίμως δε ο έλεγχος θεώρησε ως προσαύξηση περιουσίας το πρώτο από τα ανωτέρω ποσά. Η ενδικοφανής προσφυγή του απορρίφθηκε με την ……/28.1.2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε..
8. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, επαναλαμβάνονται οι προβαλλόμενοι με την ενδικοφανή προσφυγή ισχυρισμοί. Ειδικότερα, ο προσφεύγων προβάλλει ότι, όσον αφορά στο ποσό των 100.000 ευρώ και το, κατ΄επιμερισμό αυτού στους δικαιούχους του τραπεζικού λογαριασμού, ποσό των 20.000 ευρώ, προέρχεται από ανάληψη που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος στις 30.9.2013 από τον λογαριασμό που λήγει σε …4735 της Millennium Bank, δεδομένου ότι, κατά τη συνήθη πρακτική του, έληγε η προθεσμιακή και προέβη σε φύλαξή του εις χείρας, προκειμένου να επιτύχει μία νέα κατάθεση αυτού σε οποιοδήποτε τραπεζικό κατάστημα του παρείχε καλύτερο επιτόκιο. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω ποσό κατέθεσε, όπως ισχυρίζεται, στον επίμαχο κοινό λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, η δε καθυστέρηση πλέον των τριών μηνών από την ανάληψή του παρίσταται εύλογη, δεδομένου ότι έπρεπε να προηγηθεί σχετική έρευνα στα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα. Εξάλλου, προβάλλει ότι η Δ.Ε.Δ. έσφαλε ως προς το ότι στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Millennium Bank μοναδικός δικαιούχος ήταν ο Ν. Τ., διότι επρόκειτο για κοινό λογαριασμό με δικαιούχους τον ίδιο, τη σύζυγό του και τον γιο του και, ως είχε δικαίωμα ως συνδικαιούχος, προέβη σε ανάληψη του ένδικου ποσού στις 2.10.2013 και σε κατάθεσή του σε λογαριασμό της Πειραιώς στις 13.1.2014. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του, προσκομίζει απλά αντίγραφα α) του από 2.10.2013 δελτίου ανάληψης της Millennium Bank, από το οποίο προκύπτει ανάληψη ποσού 100.000 ευρώ από τον λογαριασμό που λήγει σε …4735 με ονοματεπώνυμο δικαιούχου Ν. Τ. και περιγραφή συναλλαγής “ΜΕΤΡ”, β) της από 30.9.2013 αίτησης του Ν.Τ.προς την Millennium Bank για άνοιγμα προθεσμιακής κατάθεσης ποσού 100.000 ευρώ στον καταθετικό λογαριασμό που λήγει σε …4735, γ) της κίνησης του λογαριασμού που λήγει σε …4735 της (πλέον) Τράπεζας Πειραιώς, από όπου προκύπτει ανάληψη (“χρέωση”) του ποσού των 100.000 ευρώ, στις 30.9.2013, με αιτιολογία συναλλαγής “ΕΝΑΡΞΗ ΠΚ 16814669” και δ) της κίνησης του ίδιου ως άνω λογαριασμού, από όπου προκύπτει η ανάληψη (“χρέωση”) του ποσού των 100.000 ευρώ, στις 30.10.2013 με την ίδια αιτιολογία. Σε αντίκρουση των ανωτέρω ισχυρισμών, το καθού Ελληνικό Δημόσιο, με την με αρ.πρωτ. Δ.Ε.Δ.ΥΠ.ΕΠ.Ν.Υ. 14910 ΕΞ 2022 ΕΜΠ/20.1.2022 έκθεση απόψεων, προβάλλει ότι όσον αφορά στο ποσό των 100.000 ευρώ, ο προσφεύγων δεν προσκόμισε αποδεικτικό έγγραφο (π.χ. από 13.1.2014 γραμμάτιο είσπραξης), από όπου να προκύπτει ότι ο καταθέτης του ποσού αυτού στον λογαριασμό της τράπεζας Πειραιώς που λήγει σε …1723 ήταν ο ίδιος, ενώ δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό έγγραφο και για την ανάληψη του ποσού αυτού από την Millennium Bank και το λογαριασμό που λήγει σε …4735.
9. Επειδή, με δεδομένα τα ανωτέρω, λαμβάνεται υπόψη ότι για το ορισμένο της προβολής του λόγου της ύπαρξης διαθέσιμου χρηματικού υπολοίπου, πρέπει να προβληθεί, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ότι ορισμένες, ειδικά προσδιορισμένες πιστώσεις πραγματοποιήθηκαν από τον φορολογούμενο με κατάθεση μετρητών που είχε στη διάθεσή του εκτός τραπεζικού συστήματος, οι δε ισχυρισμοί αυτοί, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει ο ίδιος, πρέπει να τεκμηριώνονται με στοιχεία, όπως καταθετήρια τράπεζας, που μπορεί να αποδειχθεί ότι φέρουν την υπογραφή του φορολογούμενου ή προσώπου που ο ίδιος όρισε για να προβεί στην κατάθεση ή βεβαιώσεις ανάληψης ποσών κατά τις προηγούμενες χρήσεις, από τις οποίες να προκύπτει η ροή του χρήματος, ένορκες βεβαιώσεις τρίτων προσώπων που τυχόν είχαν γνώση των σχετικών κινήσεων του προσφεύγοντος κλπ. (πρβλ. ΔΕφΛαρ 334/2022, ΔΕφΑθ 5161/2019). Εν προκειμένω, όσον αφορά στην πίστωση ποσού 100.000 ευρώ, που ανευρέθηκε στον λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς που λήγει σε …1723, τον οποίο διέθετε ο προσφεύγων από κοινού με άλλους τέσσερις δικαιούχους, με ημερομηνία συναλλαγής 13.1.2014 και αιτιολογία “Κατάθεση Μετρητών”, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος ότι αυτή προέρχεται από την από 2.10.2013 ανάληψη του ίδιου ποσού από το τη Millennium Bank, είναι απορριπτέοι ως αναπόδεικτοι. Και τούτο διότι, από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο ως άνω έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχο ποσό προέρχεται από δικά του κεφάλαια και, συγκεκριμένα, ότι σχετίζεται με την προμνησθείσα ανάληψη μετρητών από τη Millennium Bank, καθόσον ουδέποτε προσκομίσθηκε (ενώπιον της φορολογικής αρχής αλλά και του Δικαστηρίου) σχετικό αποδεικτικό τραπεζικής κατάθεσης του εν λόγω ποσού από τον ίδιο (ή, έστω, από συνδικαιούχο) στο συγκεκριμένο λογαριασμό. Επομένως, ορθώς το ένδικο ποσό πίστωσης, κατά την μερίδιο που του αναλογεί, θεωρήθηκε ότι αποτελεί μη αιτιολογημένη προσαύξηση της περιουσίας του προσφεύγοντος κατά το φορολογικό έτος 2014, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του.
10. Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων επαναφέρει τον λόγο της ενδικοφανούς προσφυγής ότι, όσον αφορά στις λοιπές πιστώσεις, που αναφέρονται στους υπό στοιχ.7i, 7ii και 7iii πίνακες της έκθεσης ελέγχου, μη νομίμως δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του ότι πρόκειται για ποσά όχι υψηλά (με εξαίρεση δύο καταθέσεις, οι υπόλοιπες είναι χαμηλότερες των 1.000 ευρώ), τα οποία, σύμφωνα με τη νομολογία και, ειδικότερα, την ΣτΕ 884/2018 δεν πρέπει να θεωρηθούν ως προσαύξηση περιουσίας. Αντιθέτως, κατά τους ισχυρισμούς του, ο έλεγχος εν προκειμένω δεν όρισε κάποιο εύλογο όριο, πάνω από το οποίο θα ελέγχονταν τα ποσά των τραπεζικών του λογαριασμών, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αιτιολόγησε ειδικότερα το συμπέρασμά του ότι οι εν λόγω πιστώσεις αφορούσαν σε ποσά που κατατέθηκαν από τρίτα πρόσωπα. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι όσον αφορά στα ποσά που κατατέθηκαν από την εταιρία «… … ΑΒΕΕ … … », το γεγονός ότι για τις καταθέσεις αυτές είναι γνωστός ο καταθέτης αρκεί για κριθούν αυτές ως γνωστής προέλευσης. Ο λόγος, όμως, αυτός της προσφυγής είναι απορριπτέος, κατά το πρώτο σκέλος του, διότι από καμία νομοθετική διάταξη ούτε από τη νομολογία (ούτε από την 884/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επικαλείται ο προσφεύγων), έχει τεθεί συγκεκριμένο όριο στο ύψος των πιστώσεων, κάτω του οποίου δεν είναι εφικτός ο έλεγχος (πρβλ. ΔΕφΑθ 30/2021). Σε κάθε δε περίπτωση, ο προσφεύγων δεν προσκόμισε ούτε ενώπιον της φορολογικής αρχής ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικά έγγραφα στοιχεία σχετικά με την προέλευση των συγκεκριμένων συναλλαγών, ενώ με την προσφυγή του δεν προβάλλει ειδικότερους ισχυρισμούς προς αιτιολόγηση της προέλευσής τους. Εξάλλου, και κατά το δεύτερο σκέλος του, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκε κανένα πρόσφορο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα επιμέρους ποσά πιστώσεων που ανευρέθησαν στους επίμαχους τραπεζικούς λογαριασμούς του προσφεύγοντος αφορούν σε συναλλαγές της εταιρίας «…… ΑΒΕΕ …….», της οποίας διετέλεσε ως Διευθύνων Σύμβουλος και, μετέπειτα, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακόμη δε και εάν γίνει δεκτό ότι τα συγκεκριμένα ποσά κατατέθηκαν από ορισμένα πρόσωπα, δεν τα καθιστά εισόδημα γνωστής προέλευσης, δεδομένου ότι η αιτία τους παραμένει άγνωστη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παρ. 3 ν. 2238/1994 και, ήδη, στο άρθρο 21 παρ.4 του ν.4172/2013, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του προσφεύγοντος.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Τέλος, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων και δεδομένου ότι το καθού δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ούτε κατέθεσε υπόμνημα, δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος του προσφεύγοντος, κατ’ άρθρο 275 παρ. 4, 6 και 7 του ίδιου Κώδικα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα ποσού παραβόλου ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (1,29 ευρώ), ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθού.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στη Θεσσαλονίκη στις 5 Ιουλίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ