ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιο Μετανάστευσης-Αίτησης έγκρισης οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα από νομίμως διαμένοντα πολίτη τρίτης χώρας με σκοπό την επανένωση με την ομοεθνή σύζυγό του-Οι αιτούντες σύζυγοι παραδεκτώς ομοδικούν, αφού έχουν κοινό έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η απορριπτική απόφαση, προκειμένου να εγκριθεί η οικογενειακή τους επανένωση και να διάγουν νομίμως κοινή συζυγική ζωή στην Ελλάδα-Απόρριψη της αίτησης με δύο αιτιολογικά ερείσματα: 1.λόγω διαπίστωσης της επιβολής στην σύζυγο της κύρωσης του πενταετούς περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης σε τίτλο διαμονής, με βάση το άρθρο 20 παρ. 4 του ν.5038/2023 και 2.λόγω έλλειψης επαρκούς εισοδήματος/πόρων του συντηρούντος-Υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης (άρθρο 17 της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ)-Έννοια σταθερών, τακτικών και επαρκών πόρων-Η κρίση για την σταθερότητα των πόρων δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στις πράξεις προσδιορισμού φόρου προηγούμενων ετών-Το ελάχιστο εισόδημα που τίθεται από τον νόμο αποτελεί ποσό αναφοράς και επιβάλλεται η εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης-Η γεωγραφική προέλευση των πόρων δεν ασκεί καταρχήν επιρροή-Εκτίμηση της μελλοντικής εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης του συντηρούντος-Η Διοίκηση όφειλε να εκτιμήσει το καθεστώς και την διάρκεια της απασχόλησης του αιτούντος και την δυνατότητα της συζύγου του να συνδράμει στο οικογενειακό εισόδημα, καθώς και να προσδιορίσει την πηγή και την φύση του δηλωθέντος από τον συντηρούντα εισοδήματος αλλοδαπής για να κρίνει αιτιολογημένα εάν αυτό μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σταθερό και τακτικό ή μη-Πλημμελές το συγκεκριμένο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης-Η αυτόματη απόρριψη του επίμαχου αιτήματος, κατ΄επίκληση της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.5038/2023, συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης εξατομικευμένης κρίσης, ιδίως εάν συνεκτιμηθεί ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής συνεπάγεται τον 5ετή περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης-Πλημμελές και το έτερο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης-Δεκτή η αίτηση ακύρωσης-Αναπέμπεται η υπόθεση στην Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄ – ΤΡΙΜΕΛΕΣ
(Ακυρωτική Διαδικασία)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Νοεμβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Βασιλική Βακούλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Στυλιανός Παπαδόπουλος και Κασσιανή Μανωλάκογλου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. Ως γραμματέας συμμετείχε η Πολυξένη Δερβένη, δικαστική υπάλληλος,
για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης και αριθμό καταχώρησης ΑΚΥ165/21.6.2024,
των: 1. …, πολίτη Αλβανίας, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …), και 2. …, πολίτη Αλβανίας, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …), για τους οποίους παρέστη ο δικηγόρος Θεόδωρος Τσιάτσιος, που διορίστηκε με τα …/26.9.2024 και …/26.9.2024 πληρεξούσια αντιστοίχως, του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Κουτσώνου,
κατά του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, για τον οποίο παρέστη η εξουσιοδοτημένη υπάλληλος της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης Ελένη Γιαννουλάκη.
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση: 1. της …/19.4.2024 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από την Προϊσταμένη του Τμήματος Αδειών Διαμονής Α΄ της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης και 2. της …/20.10.2023 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τη Διευθύντρια της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Βορείου Τομέα και Ανατολικής Αττικής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε αμέσως μετά την προεκφώνηση, με αναφορά στην έκθεση της Εισηγήτριας Κασσιανής Μανωλάκογλου (άρθρο 33 παρ. 2 του π.δ.18/1989 – Α΄ 8), το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.
1.Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ύψους 150 ευρώ (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό 688366191954 1218 0009).
2.Επειδή, με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση: 1.της …/19.4.2024 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από την Προϊσταμένη του Τμήματος Αδειών Διαμονής Α΄ της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε ο πρώτος αιτών, ζητώντας την έγκριση της οικογενειακής του επανένωσης με την σύζυγό του δεύτερη αιτούσα και 2. της …/20.10.2023 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τη Διευθύντρια της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Βορείου Τομέα και Ανατολικής Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία κατόπιν μετάκλησης, που υποβλήθηκε από τη δεύτερη αιτούσα και επιβλήθηκε σε βάρος της το μέτρο της επιστροφής χωρίς να της χορηγηθεί προθεσμία για την οικειοθελή της αναχώρηση από τη χώρα.
3.Επειδή, στο άρθρο 15 του ν. 3068/2002 (Α’ 274), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α’ 103), ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων: α) που εκδίδονται, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει … 3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περ. α της παρ. 1 αρμόδιο κατά τόπο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ’ εξαίρεση, αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, αρμόδιο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά περιφερειακή ενότητα Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. 4… 5. Για την εκδίκαση των διαφορών της παρ. 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977 (Α΄ 268)…». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως ισχύει, ορίζεται ότι: «… 3. Εάν διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλωνται πλείονες πράξεις, συναφείς μεν πλην ανήκουσα εις την αρμοδιότητα διαφόρων διοικητικών εφετείων, αρμόδιον διά την εκδίκασιν καθίσταται εκείνο εκ των ανωτέρω δικαστηρίων ενώπιον του οποίου εισήχθη το ένδικον μέσον … 5. Εάν το διοικητικόν εφετείον κρίνη ότι είναι κατά τόπον αναρμόδιον, καθορίζει το αρμόδιον δικαστήριον, εις το οποίον παραπέμπει την υπόθεσιν. Η απόφασις του παραπέμπτοντος δικαστηρίου δεν υπόκειται εις έφεσιν και είναι υποχρεωτική δια το εις ο η παραπομπή δικαστήριον».
4.Επειδή, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται σε δύο αιτιολογικές βάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη από τις αιτιολογικές αυτές βάσεις, η δεύτερη αιτούσα είχε υποβάλει αίτηση για να λάβει άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, η οποία είχε απορριφθεί με την δεύτερη προσβαλλόμενη και χρονικώς προγενέστερη απόφαση της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Βορείου Τομέα και Ανατολικής Αττικής, με αποτέλεσμα να μην δύναται να εγκριθεί η αίτηση για οικογενειακή επανένωση που υπέβαλε ο πρώτος αιτών σύζυγός της, καθώς σε βάρος της συζύγου του ισχύει ο 5ετής περιορισμός της πρόσβασής της σε τίτλο διαμονής, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 20 του Μεταναστευτικού Κώδικα (βλ. παρακάτω). Επομένως, η νομιμότητα της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της πρώτης προσβαλλόμενης απορριπτικής της έγκρισης της οικογενειακής επανένωσης απόφασης, υπό την έννοια ότι εάν η δεύτερη προσβαλλόμενη ακυρωθεί θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ενός εκ των αιτιολογικών της ερεισμάτων. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι συναφείς και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης καθίσταται, λόγω της συνάφειας, το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.702/1977. Ωστόσο, δοθέντος ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης δεν προσιδιάζουν στην δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση ήτοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττουν την νομιμότητα ή την αιτιολογία της (πρβλ ΣτΕ 901/2018), η απόφαση αυτή προσβάλλεται απαραδέκτως και, κατά το μέρος αυτό, η αίτηση ακύρωσης τυγχάνει απορριπτέα. Κατά, το μέρος όμως, που στρέφεται κατά της …/19.4.2024 απόφασης σχετικά με την έγκριση της οικογενειακής επανένωσης των αιτούντων, η ίδια αίτηση, ασκηθείσα εν γένει παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα. Τούτο, δοθέντος ότι οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, αφού έχουν κοινό έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η ανωτέρω απόφαση, προκειμένου να εγκριθεί η οικογενειακή τους επανένωση και να διάγουν νομίμως κοινή συζυγική ζωή στην Ελλάδα, αφού λάβει η δεύτερη αιτούσα δελτίο διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας.
5.Επειδή, ο ν.4251/2014 «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 80) όριζε, στο άρθρο 11, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου αυτού από το άρθρο 9 του ν. 4825/2021 (Α΄157/4-9-2021), ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που εκδίδεται κατά το τελευταίο τρίμηνο κάθε δεύτερου έτους, καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός θέσεων για εξαρτημένη εργασία που χορηγούνται σε πολίτες τρίτων χωρών, ανά Περιφέρεια και ειδικότητα απασχόλησης…», στο άρθρο 12 με τον τίτλο «Αίτηση μετάκλησης πολιτών τρίτης χώρας για εξαρτημένη εργασία» ότι: «1. Κάθε εργοδότης, ο οποίος επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για εξαρτημένη εργασία, με βάση τις θέσεις εργασίας οι οποίες περιλαμβάνονται στην κοινή υπουργική απόφαση του άρθρου 11 του παρόντος, καταθέτει αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του τόπου διαμονής του, στην οποία θα αναφέρονται ο αριθμός θέσεων εργασίας, τα στοιχεία και η ιθαγένεια των προς απασχόληση πολιτών τρίτων χωρών, η ειδικότητα, καθώς και το χρονικό διάστημα της απασχόλησης. Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται: α) από έγκυρη σύμβαση εργασίας για ένα τουλάχιστον έτος στην Ελλάδα, από την οποία προκύπτει ότι η αμοιβή του είναι ίση, τουλάχιστον, με τις μηνιαίες αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη και β) εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ή αντίγραφο δήλωσης φορολογίας νομικού προσώπου, από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα του εργοδότη να καταβάλει τις μηνιαίες αποδοχές, όπως αυτές ορίζονται στη σύμβαση εργασίας … 2. Ο Γενικός Γραμματέας της αρμόδιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης εκδίδει πράξη με την οποία εγκρίνεται η απασχόληση του πολίτη τρίτης χώρας για παροχή εξαρτημένης εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη μόνον εφόσον η ειδικότητα απασχόλησης περιλαμβάνεται στην κοινή απόφαση του άρθρου 11 του παρόντος και ο αριθμός των εκεί προβλεπομένων θέσεων εργασίας της εν λόγω ειδικότητας, που προβλέπονται στην ίδια απόφαση, δεν έχει εξαντληθεί. Η σχετική πράξη έγκρισης διαβιβάζεται, μαζί με την υπογεγραμμένη από τον εργοδότη σύμβαση εργασίας, στην αρμόδια ελληνική προξενική αρχή. 3. Η αρμόδια ελληνική προξενική αρχή καλεί τους ενδιαφερόμενους πολίτες τρίτων χωρών, για τους οποίους έχει εκδοθεί πράξη έγκρισης για την είσοδο στην Ελλάδα με σκοπό την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να παρουσιάζονται αυτοπροσώπως στην ανωτέρω υπηρεσία προκειμένου να υπογράψουν τη σχετική σύμβαση εργασίας και να τους χορηγηθεί η εθνική θεώρηση εισόδου, τηρουμένων κατά τα λοιπά των γενικών και ειδικών διατάξεων για τις θεωρήσεις. 4. Οι πράξεις έγκρισης για εργασία στην Ελλάδα αποστέλλονται στα οικεία Προξενεία από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, είτε ταχυδρομικώς, είτε μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου εργοδότη …», στο άρθρο 15 ορίζεται ότι: «1. Στον πολίτη τρίτης χώρας, που έχει λάβει θεώρηση εισόδου για την παροχή εξαρτημένης εργασίας στην Ελλάδα, χορηγείται άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, εφόσον προσκομίσει σύμβαση εργασίας από την οποία να προκύπτει ότι η αμοιβή του είναι ίση, τουλάχιστον, με τις μηνιαίες αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. 2. …». Επιπλέον, στον ίδιο Κώδικα προβλεπόταν στο άρθρο 8 ότι «Πολίτης τρίτης χώρας που αιτείται τη χορήγηση άδειας διαμονής στην Ελλάδα, για έναν από τους λόγους του Κώδικα αυτού, οφείλει, μετά την είσοδο του στη χώρα και πριν από τη λήξη της θεώρησης εισόδου, εκτός αν από τις διατάξεις του παρόντος ορίζεται διαφορετικά, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση της … 4. Μαζί με την αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής, ο αιτών πρέπει … να επισυνάπτει τα απαιτούμενα για κάθε περίπτωση δικαιολογητικά που ορίζονται στην υπουργική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 136. 5. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για την παραλαβή των αιτήσεων των πολιτών τρίτων χωρών για χορήγηση αδειών διαμονής, εφόσον τα δικαιολογητικά της προηγούμενης παραγράφου είναι πλήρη, χορηγούν βεβαίωση κατάθεσης αίτησης, η διάρκεια της οποίας είναι ετήσια. Ο κάτοχος βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης διαμένει νομίμως στη χώρα για όσο χρόνο αυτή ισχύει. Αν εκδοθεί απορριπτική απόφαση, η βεβαίωση παύει, αυτοδικαίως, να ισχύει … 7.Ο πολίτης τρίτης χώρας, ο οποίος κατέθεσε αίτηση χορήγησης της άδειας διαμονής και έχει λάβει τη βεβαίωση της προηγούμενης παραγράφου, διαμένει νομίμως στη χώρα για όσο χρόνο αυτή ισχύει. Ο κάτοχος βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχει η άδεια διαμονής που αιτείται…» και στο άρθρο 24 ότι: «1. Η άδεια διαμονής δε χορηγείται ή ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, εφόσον: α. Δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον, οι προϋποθέσεις του Κώδικα αυτού …». Εξάλλου, κατ΄επίκληση των εξουσιοδοτικών διατάξεων της παρ. 3 και 5 του άρθρου 8 και της παρ. 10 του άρθρου 136 του ν.4251/2014 εκδόθηκε η 674588/11.11.2022 απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου « Ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων αρχικής χορήγησης τίτλων διαμονής, αιτήσεων επανέκδοσης τίτλων διαμονής σε ισχύ σύμφωνα με τον ν. 4251/2014 (Α’ 80) και του π. δ. 106/2007 (Α’ 135), καθώς και αιτήσεων αρχικής χορήγησης ή ανανέωσης ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 4251/2014» (Β΄5801), στην οποία ορίζονται τα ακόλουθα: στο άρθρο 1 ότι «1. Αιτήσεις πολιτών τρίτων χωρών για την αρχική χορήγηση αδειών διαμονής … υποβάλλονται, εφεξής αποκλειστικά μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου …», στο άρθρο 2, όπως η παρ. 10 του άρθρου αυτού ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο προ της αντικατάστασής της από την παρ. 1 του άρθρου 1 της οικ.423840/2023 απόφασης του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου (Α΄5597), ότι «1.Η υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της παρούσας, πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, είτε από τον αιτούντα, πολίτη τρίτης χώρας … 8. Η αίτηση συνοδεύεται από τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα δικαιολογητικά, τα οποία μεταφορτώνονται ως ξεχωριστά ηλεκτρονικά αρχεία, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.) «Μετανάστευση» μορφότυπο αρχείου … 10. Με την επιτυχή υποβολή της αίτησης, ο αιτών λαμβάνει στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει δηλώσει, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα: … β) έγγραφο, το οποίο επέχει θέση βεβαίωσης κατά την έννοια της παρ. 5, του άρθρου 8 του ν. 4251/2014. Το ανωτέρω έγγραφο λαμβάνει μοναδική σειριακή αρίθμηση και φέρει ακριβή στοιχεία και πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες είναι δυνατή η διαπίστωση, σε πραγματικό χρόνο (on line), της γνησιότητας και της ακρίβειας του περιεχομένου του, συνιστά βεβαίωση υποβολής ηλεκτρονικής αίτησης για την αρχική χορήγηση άδειας διαμονής και πιστοποιεί ότι ο κάτοχός του διαμένει νόμιμα στη χώρα και απολαύει των δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από την άδεια διαμονής, της οποίας αιτείται την χορήγηση σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4251/2014. Η ως άνω βεβαίωση της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4251/2014 ισχύει για όση περίοδο εκκρεμεί το αίτημα χορήγησης της αρχικής άδειας διαμονής και παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εάν εκδοθεί απόφαση χορήγησης της άδειας διαμονής ή απόφαση απόρριψης του αιτήματος…».
6.Επειδή, εξάλλου, με την Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, «σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης» (EE L 251), στο εξής (η Οδηγία), ορίστηκαν κοινοί όροι υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στην επικράτεια των κρατών μελών της Ένωσης, με στόχο την προστασία της οικογένειας, το σεβασμό, τη δημιουργία και τη διατήρηση του οικογενειακού βίου. Και τούτο, ενόψει του ότι η οικογενειακή επανένωση συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας προς διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των πολιτών τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, η οποία επιτρέπει την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας σύμφωνα με τη Συνθήκη (βλ., μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 της Οδηγίας). Στην Οδηγία αυτή προβλέπονται τα ακόλουθα: στην παρ. 5 του άρθρου 3 ότι «5. Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις», στην παρ. 1 περ. α του άρθρου 4 ότι «1.Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας: α) του/της συζύγου του συντηρούντος…». Συναφώς στο κεφάλαιο ΙV ορίζεται, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 6 ότι «1.Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής μελών της οικογένειας για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας … Όταν το κράτος μέλος λαμβάνει την οικεία απόφαση, εξετάζει, πέραν του άρθρου 17, τη σοβαρότητα ή το είδος του αδικήματος που διεπράχθη από το μέλος της οικογένειας εις βάρος της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή τους κινδύνους που προέρχονται από αυτό το άτομο…», στο άρθρο 7 ότι κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι «… γ) ο συντηρών διαθέτει, μεταξύ άλλων, σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογένειάς του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας». Εξάλλου, στο άρθρο 16 της Οδηγίας ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία … 2. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας, εφόσον καταδεικνύεται: α) ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα…». Τέλος, στο άρθρο 17 της Οδηγίας προβλέπεται ότι: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του».
7.Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Μεταξύ των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης, στο άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γʹ της Οδηγίας, προβλέπεται ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να απαιτούν να προσκομίσει ο συντηρών αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας. Δεδομένου δε ότι, κατά γενικό κανόνα, η οικογενειακή επανένωση επιτρέπεται από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας, η προαναφερθείσα κατά το άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γʹ της Οδηγίας δυνατότητα των κρατών μελών πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς και το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη μέλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται με τρόπο αντιβαίνοντα προς τον σκοπό της Οδηγίας και την πρακτική αποτελεσματικότητά της (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, C 578/08, Rhimou Chakroun κατά Minister van Buitenlandse Zaken, σκέψη 43, και απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C 356/11, O., S. κατά Maahanmuuttovirasto, σκέψη 74). Συναφώς, από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 στοιχείο γʹ της Οδηγίας και, ιδίως, από τη χρήση των όρων «σταθεροί» και «τακτικοί», οι προβλεπόμενοι στην εν λόγω διάταξη οικονομικοί πόροι πρέπει να παρουσιάζουν ορισμένη διάρκεια και συνέχεια. Ενόψει δε του ότι, κατά τη δεύτερη περίοδο του ίδιου άρθρου τα κράτη μέλη αξιολογούν τους εν λόγω πόρους με βάση, μεταξύ άλλων, τον «τακτικό χαρακτήρα» τους, συνάγεται ότι επιτρέπεται η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση οικογενειακής επανενώσεως, να εξετάζει κατά πόσον η προϋπόθεση σχετικά με τους πόρους πληρείται κατά το χρόνο υποβολής και εξέτασης της αίτησης, όσο και με προβολή στο μέλλον, βάσει εκτιμήσεως δηλαδή της μελλοντικής εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης του ενδιαφερομένου αναφορικά με τη διατήρηση των πόρων αυτών πέραν της ημερομηνίας υποβολής της εν λόγω αίτησης (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, C-558/14, Mimoun Khachab κατά Subelegación del Gobierno en Álava, σκέψεις 30, 31 και 48). Εξάλλου, όσον αφορά το κριτήριο της «επάρκειας» των πόρων, το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι, δεδομένου ότι η έκταση των αναγκών διαφέρει κατά πολύ από άτομο σε άτομο, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται μεν υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ένα ποσό ως ποσό αναφοράς, όχι όμως υπό την έννοια ότι μπορούν να επιβάλουν ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος, χωρίς να εξετάζεται συγκεκριμένα η κατάσταση εκάστου αιτούντος (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, C 578/08, Rhimou Chakroun κατά Minister van Buitenlandse Zaken, σκέψη 48). Άλλωστε, η εξατομικευμένη εξέταση των αιτήσεων επανένωσης επιβάλλεται, σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, από το άρθρο 17 της Οδηγίας (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, C 578/08, Rhimou Chakroun κατά Minister van Buitenlandse Zaken, σκέψη 48, καθώς και απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, C 153/14, Minister van Buitenlandse Zaken κατά K και A, σκέψη 60), ενώ έχει κριθεί ότι αρμόδιες εθνικές αρχές, κατά τη θέση σε εφαρμογή της Οδηγίας και την εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης, πρέπει να προβαίνουν σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C 356/11, O., S. κατά Maahanmuuttovirasto, σκέψη 81). Περαιτέρω, ενόψει και των προαναφερθέντων, έχει κριθεί ότι από το άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γʹ της Οδηγίας προκύπτει ότι καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η προέλευση των πόρων, αλλά ο διαρκής και επαρκής χαρακτήρας τους, λαμβανομένης υπόψη της ατομικής κατάστασης του ενδιαφερομένου (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, C- 302/18, X κατά Belgische Staat, σκέψεις 39 και 40). Ειδικότερα, αρκεί οι ενδιαφερόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τέτοιους πόρους, χωρίς η διάταξη αυτή να επιβάλλει την παραμικρή υποχρέωση σχετικά με την προέλευση των πόρων αυτών, οι οποίοι μπορούν να προέρχονται και να παρέχονται σε αυτούς από τρίτο πρόσωπο, και τούτο διότι, μια τέτοια απαίτηση δεν είναι απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τις εν λόγω διατάξεις, ο οποίος είναι η προστασία των δημόσιων οικονομικών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, C-218/14, Kuldip Singh κ.λπ. κατά Minister for Justice and Equality, σκέψεις 74 και 75, και απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, C-302/18, X κατά Belgische Staat, σκέψη 33). Κατ’ αναλογία των προαναφερθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 στοιχείο γ’ της Οδηγίας δεν καθιερώνεται ειδική απαίτηση ούτε σχετικά με την γεωγραφική προέλευση των πόρων, στο μέτρο που μία τέτοια απαίτηση δεν είναι απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την προαναφερθείσα διάταξη, καθώς αυτή καθαυτή η γεωγραφική προέλευση των πόρων δεν καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί αν πληρούνται τα κριτήρια περί σταθερότητας, τακτικότητας και επάρκειας, που προβλέπονται στο άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γʹ της Οδηγίας, αλλά αντιθέτως, επιβάλλεται να εξακριβώνεται, σε συνάρτηση με το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν τη φύση των πόρων, εάν αυτοί είναι σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς, ώστε να μπορεί να αποκλειστεί εύλογα το ενδεχόμενο να επιβαρύνει ο αιτών το κράτος μέλος. Με άλλα λόγια, ενόψει όλων των προαναφερθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης απλώς και μόνον επειδή οι πόροι παράγονται και προέρχονται από την αλλοδαπή, αλλά οφείλουν να αναλύσουν συγκεκριμένα την ατομική κατάσταση του συντηρούντος στο σύνολό της και να αιτιολογήσουν για ποιο λόγο οι πόροι αυτοί, παραγόμενοι και προερχόμενοι εκ της αλλοδαπής, παρουσιάζουν ή όχι ορισμένη διάρκεια και συνέχεια. Περαιτέρω, ναι μεν η απώλεια των επαρκών πόρων είναι πάντοτε ένας κίνδυνος, ωστόσο η προέλευση τους δεν έχει αυτόματη επίπτωση στον κίνδυνο να επέλθει η απώλεια αυτή, δεδομένου ότι η επέλευση του κινδύνου εξαρτάται από την εξέλιξη των συνθηκών (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, C 408/03, Επιτροπή κατά Βελγίου σκέψεις 46 και 47). Σε κάθε δε περίπτωση, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η προέλευση των πόρων από αλλοδαπή χώρα και όχι από το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται σχετικό αίτημα οικογενειακής επανένωσης συνεπάγεται, ενίοτε, αυξημένο κίνδυνο για την απώλειά τους (σε περιπτώσεις λ.χ. που δεν είναι ευχερές στο κράτος μέλος υποδοχής να διαπιστώσει με βεβαιότητα την πιθανότητα διατήρησής τους), τότε, κατά το άρθρο 16 παρ. 1 στοιχείο αʹ της Οδηγίας οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλούν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας του συντηρούντος, εάν ο τελευταίος έπαυσε να διαθέτει σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους κατά τη διάρκεια της διαμονής του μέλους αυτού της οικογένειάς του (ΔΕΕ απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, C-558/14, Mimoun Khachab κατά Subelegación del Gobierno en Álava, σκέψη 45). Τέλος, όπως έχει κριθεί (ΔΕΕ απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, C 578/08, Rhimou Chakroun κατά Minister van Buitenlandse Zaken, σκέψη 45 και 46, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/03, σκέψη 29), η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1, της Οδηγίας, επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, με αντίστοιχα σαφώς καθορισμένα ατομικά δικαιώματα, δεδομένου ότι τα υποχρεώνει, στις περιπτώσεις που ορίζει η εν λόγω Οδηγία, να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του τελευταίου, χωρίς να τους αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως.
8.Επειδή, η ανωτέρω Οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του Τμήματος Δ΄ του ν. 4251/2014 (βλ. άρθρα 69 έως 77) «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 80), όπως αυτός ίσχυε στις 26.9.2023, όταν υποβλήθηκε η επίμαχη αίτηση έγκρισης της οικογενειακής επανένωσης (βλ. άρθρο 177 παρ. 2 και 179 παρ. 1 του ν.5038/2023-Α΄81, όπως η παρ. 1 του άρθρου 179 τροποποιήθηκε από το άρθρο 97 παρ. 3 του ν.5079/2023-Α΄2015). Ειδικότερα, στο άρθρο 70 του ως άνω Κώδικα, όπως η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 35 του ν. 4332/2015 (Α’ 76) ορίζεται ότι: «1. Ο πολίτης τρίτης χώρας που κατοικεί νόμιμα στην Ελλάδα για διάστημα δύο ετών δικαιούται να ζητήσει, κατόπιν αίτησής του, την είσοδο και διαμονή στη χώρα των μελών της οικογένειάς του … 2. Για την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης παραγράφου, ο συντηρών θα πρέπει να αποδεικνύει την οικογενειακή σχέση με τα μέλη της οικογένειας του για τα οποία ζητεί την επανένωση στην Ελλάδα, καθώς και ότι πληροί ο ίδιος, σωρευτικά, τις κατωτέρω προϋποθέσεις: α. Διαθέτει κατάλυμα … β. Διαθέτει προσωπικό εισόδημα σταθερό και τακτικό, επαρκές για τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του, το οποίο δεν προέρχεται από προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της χώρας. Το εισόδημα αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τις ετήσιες απολαβές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, προσαυξημένο κατά 20% για τη σύζυγο και κατά 15% για κάθε τέκνο. Η ανωτέρω προσαύξηση του 15% για κάθε τέκνο δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία και οι δύο σύζυγοι διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα. γ. Διαθέτει πλήρη ασφάλιση ασθενείας…», στο άρθρο 74 ότι: «1. Η άδεια διαμονής για οικογενειακή επανένωση δεν χορηγείται, ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. … δ. Αποδειχθεί, από επίσημο έγγραφο αρμόδιας Ελληνικής Αρχής ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα … 3. Έλεγχοι μπορούν να διενεργούνται σε κάθε περίπτωση που περιέρχεται στη γνώση των υπηρεσιών και για οποιοδήποτε περιστατικό που μπορεί να δικαιολογήσει ανάκληση της άδειας διαμονής. 4. Για την απόρριψη αίτησης, την ανάκληση ή την άρνηση ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειας του, συνεκτιμάται ο χαρακτήρας και η σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου, η διάρκεια διαμονής του στη χώρα, καθώς και η ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του». Εξάλλου, σύμφωνα με την περ. λγ του άρθρου 1 του Κώδικα, στα μέλη οικογένειας πολίτη τρίτης χώρα περιλαμβάνεται ο έτερος των συζύγων. Τέλος, στο άρθρο 136 προβλέπεται ότι: «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Εσωτερικών καθορίζονται τα ειδικά δικαιολογητικά ανά κατηγορία εθνικής θεώρησης και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έκδοση των αντίστοιχων αδειών διαμονής». Συναφώς, στην εκδοθείσα κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης 30825/2014 (Β’ 1528) απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Εσωτερικών «Καθορισμός απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χορήγηση εθνικών θεωρήσεων εισόδου και για την χορήγηση και ανανέωση τίτλου διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4251/2014» ορίζονται τα εξής: «1. ΚΟΙΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΑΔΕΙΩΝ ΔΙΑΜΟΝΗΣ … ΣΤ) ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ – άρθρα 69 – 87 ΣΤ1.) Αίτηση του συντηρούντος για την έγκριση εισόδου μέλους της οικογένειας του στη χώρα λόγω οικογενειακής συνένωσης … • Αντίγραφο του τελευταίου πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης εκκαθαριστικού σημειώματος της Εφορίας ή άλλο επίσημο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι διαθέτει εισόδημα, ίσο με τις ετήσιες απολαβές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία προσαυξημένο κατά 20% για τον έτερο σύζυγο και κατά 15% για κάθε τέκνο. Δεν απαιτείται η πλήρωση των εισοδηματικών κριτηρίων για την οικογενειακή επανένωση των υπαγομένων στις ρυθμίσεις των κατηγοριών Α2, A3, Γ2, Γ3.1, Γ3.2, Δ3 και Δ4.5. οι οποίοι συνοδεύονται από τα μέλη της οικογένειας τους…».
9.Επειδή, περαιτέρω, τόσο ο προϊσχύσας ν. 4251/2014 όσο και ο νέος «Κώδικας Μετανάστευσης» (ν.5038/2023, Α΄81/1.4.2023) ορίζουν ότι η άδεια διαμονής δεν χορηγείται ή ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, εφόσον, μεταξύ άλλων, αποδειχθεί από επίσημο έγγραφο αρμόδιας ελληνικής αρχής ότι για την έκδοσή της, χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα ή ότι διαπράχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο απάτη ή ότι χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα (βλ. το άρθρο 24 παρ. 1 περ. β του ν.4251/2014, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 παρ. 32 του ν.4332/2015-Α΄76 και ίσχυε έως 30.3.2024 και το άρθρο 15 παρ. 1 περ. β του ν.5038/2023 σε συνδυασμό με το άρθρο 179 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως τελικώς τροποποιήθηκε από το άρθρο 97 παρ. 3 του ν.5079/2023-Α΄215/22.12.2023). Περαιτέρω, ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης προβλέπει στην παρ. 4 του άρθρου 20, η ισχύς της οποίας ορίστηκε, κατ΄εξαίρεση, ότι αρχίζει από τη δημοσίευση του ν.5038/2023 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι από 1.4.2023 (σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 179 του Κώδικα αυτού, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το άρθρο 66 παρ. 7 του ν.5043/2023-Α΄91/13.4.2023 και την παρ.3 του άρθρου 97 του ν.5079/2023), ότι: «Σε περίπτωση που αποδειχθεί από επίσημο έγγραφο αρμόδιας ελληνικής αρχής ότι για την έκδοση της άδειας διαμονής, χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα ή ότι διαπράχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο απάτη ή ότι χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα, ο αιτών πολίτης τρίτης χώρας δεν δικαιούται να υποβάλει εκ νέου αίτηση για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής πριν από την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία υποβολής της προηγούμενης αίτησής του». Aπό τις ανωτέρω διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 5038/2023 συνάγεται ότι σε περίπτωση που αποδειχθεί από επίσημο έγγραφο αρμόδιας ελληνικής αρχής ότι πολίτης τρίτης χώρας χρησιμοποίησε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα ή διέπραξε με άλλον τρόπο απάτη ή χρησιμοποίησε άλλα παράνομα μέσα, επέρχεται, ως κύρωση σε βάρος του, ευθέως εκ του νόμου, η απαγόρευση υποβολής εκ νέου αίτησης για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής πριν από την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία υποβολής της προηγούμενης αίτησής του. Η κύρωση αυτή δεν προβλέπεται ρητώς ότι επιβάλλεται με εκτελεστή διοικητική πράξη της αρμόδιας αρχής που επιλαμβάνεται της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, που υποβλήθηκε κατά παράβαση της διάταξης της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν.4251/2014 ή, από 31.3.2024 και εξής, κατά παράβαση της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 15 του νέου Κώδικα Μετανάστευσης, ούτε ότι ενσωματώνεται ως χωριστό κεφάλαιο στην πράξη απόρριψης της αίτησης αυτής, με αποτέλεσμα τελικώς να διαπιστώνεται η επιβολή της από την αρχή, η οποία επιλαμβάνεται της επόμενης αίτησης για έκδοση άδειας διαμονής που υποβάλλει ο εν λόγω πολίτης τρίτης χώρας, η οποία οφείλει να απορρίψει, για τον λόγο αυτό, την τελευταία αυτή αίτηση. Ως εκ τούτου σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της επιβολής της κύρωσης ελέγχεται στο πλαίσιο της αίτησης ακύρωσης που ασκείται κατά της τελευταίας αυτής απορριπτικής απόφασης, κεφάλαιο της οποίας πρέπει να γίνει δεκτό, προς εξασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ότι αποτελεί η διαπίστωση της υπαγωγής του αιτούντος στον περιορισμό της παρ. 4 του άρθρου 20 του νέου Κώδικα Μετανάστευσης.
10.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη αιτούσα, πολίτης Αλβανίας, γεννημένη στις 4.7.1999, υπέβαλε στις 12.4.2023, την …/12.4.2023 αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία. Με την …/20.10.2023 απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από την Διευθύντρια της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Βορείου Τομέα και Ανατολικής Αττικής, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι δεν είχε προηγηθεί αίτηση μετάκλησης της δεύτερης αιτούσας από κάποιον εργοδότη, ούτε είχε εκδοθεί η προβλεπόμενη εγκριτική της μετάκλησής της απόφαση, συνεπώς δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία. Κατά την κρίση του αρμόδιου Γραμματέα, στην περίπτωση της δεύτερης αιτούσας, δεν συνέτρεχε η βασική προϋπόθεση χορήγησης της άδειας διαμονής που ζητήθηκε ήδη από την ηλεκτρονική υποβολή του αιτήματός της, το οποίο, ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι υποβλήθηκε καταχρηστικά. Με την ίδια απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της δεύτερης αιτούσας το μέτρο της επιστροφής χωρίς προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης από την χώρα. Ο πρώτος αιτών, πολίτης Αλβανίας, γεννημένος στις 21.5.1985, κάτοικος Θεσσαλονίκης (οδός …), είναι κάτοχος της … άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους με δικαίωμα πρόσβασης σε εξαρτημένη εργασία, ισχύος από τις 12.6.2020 έως 11.6.2023. Προ της λήξης της ισχύος της άδειας διαμονής του, υπέβαλε ηλεκτρονικώς την …/28.4.2023 αίτησή του για την ανανέωσή της και έλαβε σχετική βεβαίωση υποβολής, σύμφωνα με την οποία, ως κάτοχος της βεβαίωσης αυτής διαμένει νομίμως στη χώρα για όσο χρόνο αυτή ισχύει. Ακολούθως, στις 26.9.2023 υπέβαλε την … αίτηση ενώπιον του Τμήματος Αδειών Διαμονής Α΄ και Β΄ της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης, ζητώντας την έγκριση της εισόδου και διαμονής στη χώρα της δεύτερης αιτούσας-συζύγου του, με σκοπό την οικογενειακή τους επανένωση. Ειδικότερα, οι αιτούντες τέλεσαν γάμο στις 20.6.2023 στην Πρεσβεία της Αλβανίας στη Θεσσαλονίκη, ενώ απέκτησαν μια θυγατέρα, που γεννήθηκε στις 25.11.2022 στη Θεσσαλονίκη και αναγνωρίσθηκε ως τέκνο του πρώτου αιτούντος, με την …/13.7.2023 συμβολαιογραφική πράξη εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Παρασκευής Αποστόλου (βλ. την από 17.7.2023 ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ληξιάρχου Θεσσαλονίκης και το από 17.1.2024 πιστοποιητικό γάμου του Ληξιαρχείου Κορυτσάς). Προς απόδειξη πλήρωσης των προϋποθέσεων για την οικογενειακή επανένωση με τη σύζυγό του – δεύτερη αιτούσα, ο πρώτος αιτών συνυπέβαλε με την προαναφερθείσα αίτησή του, μεταξύ άλλων: 1.δήλωση φορολογίας εισοδήματος και πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2022 με δηλωθέντα εισοδήματα συνολικού ύψους 11.651,71 ευρώ, εκ των οποίων 4.651,71 ευρώ από μισθούς ημεδαπής και 7.000 ευρώ από μισθούς αλλοδαπής προέλευσης, στα οποία η Ελλάδα έχει δικαίωμα φορολόγησης, 2. αντίγραφο της 79185025/6.7.2023 υποβληθείσας δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης κατοικίας επί της οδού Γρ. Λαμπράκη 180, με μισθωτές τους αιτούντες και συμβατική διάρκεια από 30.7.2019 έως 1.7.2023, 3. αντίγραφο εκτύπωσης του ατομικού λογαριασμού της ασφάλισής του, χρονικής περιόδου από 1/2022 έως 12/2022, από τον οποίο προέκυπτε η πραγματοποίηση 14 ημερών εργασίας τον 5/2022 και 25 ημερών εργασίας μηνιαίως από 6/2022 έως 12/2022 και 4. αντίγραφο εκτύπωσης από το σύστημα «ΑΤΛΑΣ» για την ασφαλιστική του ικανότητα για το χρονικό διάστημα από 12.6.2023 έως 29.2.2024. Με το …/24.10.2023 του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται κατ΄εντολή του από την Προϊσταμένη του Τμήματος Αδειών Διαμονής Α΄, ο πρώτος αιτών κλήθηκε να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία για το εισόδημα από μισθούς/συντάξεις αλλοδαπής που συμπεριέλαβε στον κωδικό 389 στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός φορολογικού έτους 2022. Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση αυτή, ο πρώτος αιτών υπέβαλε έγγραφο στην αλβανική γλώσσα το οποίο φέρει τον τίτλο «το έντυπο δήλωσης της απλοποιημένης φορολόγησης επί του κέρδους», καθώς και επίσημη μετάφραση αυτού στην ελληνική γλώσσα, άνευ επικύρωσης και με υπεύθυνη δήλωση της 9ης.11.2023, του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 ότι οι περιλαμβανόμενες σε αυτό πληροφορίες είναι αληθείς και ορθές. Προσκόμισε επίσης ακριβές αντίγραφο εγγράφου στην αλβανική γλώσσα, εκδοθέν από το Τμήμα Επικυρώσεων της Γενικής Προξενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου για την Ευρώπη και τις Εξωτερικές Υποθέσεις της Δημοκρατίας της Αλβανίας καθώς και επίσημη μετάφραση μέρους του περιεχομένου αυτού στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με την οποία «…το αποσταλέν έγγραφο δε μπορεί να επικυρωθεί, επειδή δεν είναι έγγραφο-αντικείμενο επικυρώσεως». Με το …/20.3.2024 νεότερο έγγραφο ζητήθηκε από τον πρώτο αιτούντα να υποβάλει πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου των τελευταίων τριών ετών, προκειμένου να διαπιστωθεί η σταθερότητα και τακτικότητα του εισοδήματός του από την αλλοδαπή, το οποίο φορολογείται στην Ελλάδα. Ο πρώτος αιτών υπέβαλε ηλεκτρονικώς πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικών ετών 2019 έως 2021, χωρίς δηλωθέντα εισοδήματα. Κατόπιν τούτου, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η επίμαχη αίτηση έγκρισης οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε ο αιτών, με την αιτιολογία αφενός, ότι η δεύτερη αιτούσα, όπως προκύπτει από το ΟΠΣ «Μετανάστευση», υπάγεται στο άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 5038/2023, λόγω της προγενέστερης απόρριψης της από 12.4.2023 αίτησής της ως καταχρηστικής και συνεπώς δεν είναι δυνατή η υποβολή αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής για λογαριασμό της πριν από την παρέλευση 5 ετών από την υποβολή της ανωτέρω αίτησής της, αφετέρου, ότι ο πρώτος αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις οικογενειακής επανένωσης. Και τούτο, διότι ως συντηρών δεν διαθέτει προσωπικό εισόδημα σταθερό, τακτικό και επαρκές για τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του, λαμβάνοντας υπόψη ότι διαθέτει εισόδημα ύψους 4.651,71 ευρώ, ήτοι κατώτερο του απαιτούμενου, ύψους 10.086 ευρώ, ενώ το κατά δήλωσή του εισόδημα ύψους 7.000 ευρώ δεν προσμετράται, καθώς αποτελεί εισόδημα αλλοδαπής προέλευσης και δεν αποτελεί σταθερό και τακτικό εισόδημα. Ήδη με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα οι αιτούντες επιδιώκουν την ακύρωση της απορριπτικής αυτής πράξης, ενώ η Διοίκηση με τη νομίμως κατατεθείσα έκθεση απόψεών της υπεραμύνεται της νομιμότητας αυτής και επιδιώκει την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης.
11.Επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην σκέψη 7, η Οδηγία 2003/86/ΕΚ θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες, εφόσον συντρέχουν, καθιστούν υποχρεωτική για τα κράτη την αποδοχή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης από τον συντηρούντα. Ομοίως στην ίδια Οδηγία περιλαμβάνονται συγκεκριμένες αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες περιορίζουν την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εκφέρουν εξατομικευμένη κρίση, λαμβάνοντας υπόψιν τους τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 της Οδηγίας. Υπό αυτήν την έννοια, η παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.5038/2023, με την οποία επιβάλλεται 5ετής περιορισμός του δικαιώματος υποβολής αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής, στην περίπτωση που έχει προηγηθεί άλλη αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής, κατά παράβαση της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν.4251/2014 και από 31.3.2024 και εξής της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 15 του νέου Κώδικα Μετανάστευσης, δεν μπορεί να καταλήξει άνευ ετέρου στην απόρριψη της αίτησης έγκρισης οικογενειακής επανένωσης. Τούτο, διότι ο περιορισμός του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, το οποίο απορρέει από την ανωτέρω Οδηγία και ασκείται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τίθενται από την Οδηγία αυτή, για τον ανωτέρω λόγο θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεών της και θα επέτρεπε στη Διοίκηση να μην επιτρέπει την οικογενειακή επανένωση πολιτών τρίτων χωρών επί 5 έτη, ακόμη και εάν κατά τα λοιπά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις και μάλιστα χωρίς να ερευνώνται οι συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, ώστε να επιτυγχάνεται ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων. Άλλωστε ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι η χρήση απατηλών ή παράνομων μέσων ή παραπλανητικών πληροφοριών ή πλαστών δικαιολογητικών μπορεί να στοιχειοθετήσει την συνδρομή λόγων δημόσιας τάξης, πάντως και σε αυτήν την περίπτωση τα άρθρα 16 και 17 της Οδηγίας επιβάλλουν την συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων και την λήψη υπόψιν συγκεκριμένων κριτηρίων και δεν δικαιολογούν την κατά δέσμια αρμοδιότητα απόρριψη της αίτησης. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο πολίτης τρίτης χώρας υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής, η οποία κρίθηκε ότι υποβλήθηκε κατά παράβαση της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν.4251/2014 ή της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 15 του νέου Μεταναστευτικού Κώδικα δεν αρκεί για να τον αποκλείσει, άνευ ετέρου, από το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης που προβλέπεται από την Οδηγία 2003/86/ΕΚ και μάλιστα για χρονικό διάστημα 5 ετών. Με αυτά τα δεδομένα, η υποβολή από την δεύτερη αιτούσα της αίτησης έκδοσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, η οποία χαρακτηρίστηκε από την Διοίκηση ως καταχρηστική, για τον λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία της μετάκλησης, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι αυτή αποσκοπούσε αποκλειστικώς στην λήψη της βεβαίωσης της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν.4251/2014 και συνακόλουθα η επιβολή σε βάρος της της κύρωσης της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.5038/2023 δεν αποτελεί, άνευ ετέρου, νόμιμο λόγο για την απόρριψη της έγκρισης της οικογενειακής της επανένωσης με τον σύζυγό της. Τούτο δε ανεξαρτήτως εάν, σε κάθε περίπτωση, η υποβολή τέτοιας προδήλως αβάσιμης ή έστω καταχρηστικής αίτησης εμπίπτει ευθέως σε κάποια από τις προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 5038/2023, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η τελευταία αυτή διάταξη αφορά αιτήματα με σκοπό την έκδοση άδειας διαμονής (και συνεπώς αιτήματα, καταρχάς τουλάχιστον, πρόσφορα να επιτύχουν τον σκοπό αυτό) και όχι τη λήψη βεβαίωσης για κατάθεση αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής. Η κρίση αυτή, εξάλλου, δεν αφορά στην νομιμότητα της …/20.10.2023 απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση έκδοσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία της δεύτερης αιτούσας ως καταχρηστική, αλλά της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία για πρώτη φορά διαπιστώθηκε με ρητή, εκτελεστή και προσβαλλόμενη με αίτηση ακύρωσης διοικητική πράξη η συνδρομή των προϋποθέσεων επιβολής της κύρωσης και ως εκ τούτου κατέστη εφικτός και ο δικαστικός της έλεγχος.
12.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι ο πρώτος αιτών διαμένει αδιάλειπτα στη χώρα από το 2005, έχοντας αναπτύξει ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς, ενώ απασχολείται σταθερά εκπληρώνοντας πάσης φύσεως υποχρεώσεις προς το κράτος. Υποστηρίζεται επίσης ότι μη νομίμως κρίθηκε δυνάμει της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο πρώτος αιτών δεν διαθέτει προσωπικό, σταθερό και επαρκές εισόδημα, κατά την έννοια του νόμου, θεωρώντας ότι δεν μπορεί να προσμετρηθεί το εκ της αλλοδαπής προερχόμενο εισόδημά του. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτούντων, κατά την ορθή ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της Οδηγίας και της εθνικής νομοθεσίας με την οποία αυτή ενσωματώθηκε (βλ. ν. 4251/2014 και ΚΥΑ με αρ. 30825/2014) δεν τίθεται ως προϋπόθεση το εισόδημα του συντηρούντος προσώπου να προέρχεται αποκλειστικά από τη χώρα στην οποία αυτός κατοικεί μόνιμα. Εξάλλου, οι αιτούντες εκθέτουν ότι μη νομίμως η Διοίκηση έλαβε υπόψιν της την 662375/7.11.2022 Εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία το εισόδημα αλλοδαπής δεν προσμετράται, διότι έχει εκδοθεί για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 89 του ν. 4251/2014 που αφορά περίπτωση άδειας διαμονής διάφορης από εκείνη που αιτήθηκαν οι ίδιοι (δηλαδή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος). Συμπερασματικά, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι, εφόσον ο πρώτος αιτών προσκόμισε το προβλεπόμενο στη με 30825/2014 ΚΥΑ δικαιολογητικό στοιχείο (εκκαθαριστικό σημείωμα του 2022), για την απόδειξη της πλήρωσης της προϋπόθεσης περί ύπαρξης σταθερού, τακτικού και επαρκούς εισοδήματος, από το οποίο προκύπτει ότι ο ίδιος διαθέτει άνω του απαιτούμενου εκ της προαναφερθείσας ΚΥΑ εισόδημα, η Διοίκηση με μη νόμιμη αιτιολογία απέρριψε την ένδικη αίτησή του και συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα.
13.Επειδή, όπως αναφέρθηκε στο ιστορικό της παρούσας, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αίτηση του πρώτου αιτούντος απορρίφθηκε, διότι ο ίδιος δεν πληροί την προϋπόθεση περί σταθερού, τακτικού και επαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη των αναγκών του ίδιου και της συζύγου του, για την οποία αιτείται την οικογενειακή επανένωση (βλ. σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, άρθρο 70 παρ. 2 του ν. 4251/2014, καθώς και άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γ’ της Οδηγίας). Συγκεκριμένα, στο σώμα της εν λόγω απόφασης αναφέρεται ότι το εισόδημα του αιτούντος, όπως προκύπτει από το προσκομισθέντα από τον ίδιο δικαιολογητικά, ανέρχεται στο ύψος των 4.651,71 ευρώ (εισόδημα ημεδαπής προέλευσης), ενώ το εισόδημα που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της με αρ. 30825/4.6.2014 ΚΥΑ ανέρχεται στο ύψος των 10.086 ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση το εισόδημα ύψους 7.000 ευρώ δεν μπορεί να προσμετρηθεί, διότι αποτελεί εισόδημα αλλοδαπής προέλευσης και δεν αποτελεί σταθερό και τακτικό εισόδημα. Ωστόσο, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν τυγχάνει νόμιμη, ούτε δύναται να στηρίξει αυτοτελώς την απορριπτική κρίση της Διοίκησης, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη 7, στο άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο γ΄ της Οδηγίας, προβλέπεται η προϋπόθεση της ύπαρξης στο πρόσωπο του συντηρούντος σταθερών, τακτικών και επαρκών πόρων, τέτοιων που να επιτρέπουν την κάλυψη των αναγκών του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του χωρίς την ανάγκη προσφυγής στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του κράτους μέλους υποδοχής, χωρίς να επιβάλλεται ως προς την προαναφερθείσα προϋπόθεση οποιαδήποτε απαίτηση σχετικά με την γεωγραφική προέλευση των πόρων αυτών, στο μέτρο που, μια τέτοια απαίτηση δεν είναι απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τις εν λόγω διατάξεις, ο οποίος είναι η προστασία των δημόσιων οικονομικών του κράτους μέλους υποδοχής και ο οποίος εξυπηρετείται εφόσον οι πόροι υπάρχουν, ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της χώρας προέλευσής τους. Πράγματι, ζητούμενο είναι η πραγματική ύπαρξη των εν λόγω πόρων, προκειμένου να είναι εφικτή η αξιοπρεπής διαβίωση των μελών της οικογένειας χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του κράτους μέλους διαμονής τους, και συνεπώς, προς τούτο, είναι κατ’ αρχήν αδιάφορη η χώρα παραγωγής αυτών. Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, το γεγονός και μόνο ότι το ποσό των 7.000 ευρώ του πρώτου αιτούντος αποτελεί εισόδημα αλλοδαπής δεν συνιστά νόμιμο λόγο για τη μη συμπερίληψή του στα συνολικά εισοδήματά του και συνακόλουθα για την απόρριψη της ένδικης αίτησής του, λαμβάνοντας μάλιστα, υπόψη ότι το προαναφερθέν ποσό κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογήθηκε εντός Ελλάδος για το έτος 2022 (βλ. την από 30.8.2023 πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων). Περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη 7, στο μέτρο που καθοριστικό στοιχείο για την πλήρωση της κρίσιμης προϋπόθεσης των προαναφερθεισών διατάξεων δεν είναι η προέλευση των πόρων, αλλά εάν οι πόροι αυτοί είναι σταθεροί, επαρκείς και τακτικοί, στη Διοίκηση εναπόκειται να εξετάσει κατά πόσον οι οικονομικοί πόροι του συντηρούντος παρουσιάζουν ορισμένη διάρκεια και συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση αυτών και την ατομική κατάσταση του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, η Διοίκηση, για να ερευνήσει εάν το εισόδημα αλλοδαπής που επικαλέστηκε ο πρώτος αιτών πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις ζήτησε ως συμπληρωματικά στοιχεία τις πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου των φορολογικών ετών 2019 έως 2021. Κατόπιν δε εκτίμησης των στοιχείων αυτών κατέληξε στη διαπίστωση ότι κατά τα έτη αυτά δεν δηλώθηκε εισόδημα αλλοδαπής ή άλλης προέλευσης από τον πρώτο αιτούντα, με αποτέλεσμα ο αρμόδιος Γραμματέας να αχθεί στην κρίση ότι το δηλωθέν το φορολογικό έτος 2022 εισόδημα δεν είναι σταθερό ούτε τακτικό. Πλην όμως, η αιτιολογία αυτή της προσβαλλομένης απόφασης είναι πλημμελής ως ανεπαρκής, στο μέτρο που η Διοίκηση, πέραν της διαπίστωσης της μη ύπαρξης του εν λόγω εισοδήματος κατά το παρελθόν, δεν αναζήτησε στοιχεία σχετικά με την πηγή του εισοδήματος αυτού, ώστε, ανεξαρτήτως των παρελθόντων ετών, να εκτιμήσει, στο μέτρο που το εν λόγω εισόδημα εμφανίζεται πρώτη φορά το έτος 2022, τη δυνατότητα ή μη διατήρησής του στο μέλλον και κατ’ επέκταση το ενδεχόμενο να επιβαρύνει ο πρώτος αιτών και η σύζυγός του το σύστημα κοινωνικής αρωγής της χώρας. Συναφώς, η Διοίκηση δεν συνεκτίμησε, ως όφειλε, την εν γένει ατομική κατάσταση του πρώτου αιτούντος ως συντηρούντος, ούτε ερεύνησε: 1.το καθεστώς υπό το οποίο ο πρώτος αιτών παρείχε την εργασία του, από 6/2022 έως 12/2022, ήτοι εάν πρόκειται για εργασία αορίστου ή ορισμένου χρόνου, εποχιακή ή σταθερή, ώστε να κριθεί εάν μπορεί να αναμένεται ευλόγως ότι ο τελευταίος θα συνεχίζει να απασχολείται στο άμεσο μέλλον με συγκεκριμένου ύψους αποδοχές, 2.το γεγονός ότι πάντως αυτός διαθέτει ασφάλιση ασθενείας και 3.το ενδεχόμενο να συνδράμει στον βιοπορισμό της οικογένειας και η σύζυγος του αιτούντος μετά την νόμιμη είσοδό της στην χώρα (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, C-218/14, Kuldip Singh κ.λπ. κατά Minister for Justice and Equality, σκέψη 76) ή το ενδεχόμενο η τελευταία να διαθέτει ίδιους πόρους δυνάμενους να συνεκτιμηθούν. Εξάλλου, κατά τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη 7, το προβλεπόμενο στη με αρ. 30825/4.6.2014 ΚΥΑ ποσό των 10.086 ευρώ μπορεί να αξιοποιείται από τη Διοίκηση ως ποσό αναφοράς, όχι όμως ως ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος, το οποίο σε περίπτωση μη κάλυψής του οδηγεί άνευ ετέρου στην απόρριψη της αίτησης οικογενειακής επανένωσης. Με τα δεδομένα αυτά, με μη νόμιμη αιτιολογία, ο αρμόδιος Γραμματέα έκρινε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι, εν προκειμένω, δεν πληρείται στο πρόσωπο του πρώτου αιτούντος η προϋπόθεση περί σταθερών, τακτικών και επαρκών εισοδημάτων του άρθρου 70 παρ. 2 περ. β’ του ν. 4251/2014, προσδιορίζοντας το σταθερό και τακτικό εισόδημά του στο ύψος των 4.651,71 ευρώ και παραλείποντας να ερευνήσει όσα προαναφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων και την φύση και την πηγή του δηλωθέντος και φορολογηθέντος στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπής.
14.Επειδή, κατ΄ ακολουθία, η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της …/19.4.2024 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από την Προϊσταμένη του Τμήματος Αδειών Διαμονής Α’ της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης, να ακυρωθεί η απόφαση αυτή και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Περαιτέρω, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους αιτούντες [βλ. άρθρο 36 παρ. 4 εδ. α΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8)], ενώ, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους [βλ. άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 3068/2002 και το άρθρο 4 παρ.1 περ. στ΄ του ν. 702/1977].
Διά ταύτα
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης κατά το μέρος που στρέφεται κατά της …/20.10.2023 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από την Διευθύντρια της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Βορείου Τομέα και Ανατολικής Αττικής.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αίτηση αυτή.
Ακυρώνει την …/19.4.2024 απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης και αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο σκεπτικό (σκέψη 13) της παρούσας.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους αιτούντες.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 13-2-2025 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στις 27-2-2025.
Η Πρόεδρος Η Εισηγήτρια