Αριθμός 125/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Άγγελο Σκιαδά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο -Αλέξανδρο Μούκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 359/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε μερικά την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο καθ΄ ου η ανακοπή και ήδη εκκαλών με την από 21.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 359/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 22-3-2023, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης στις 21-2-2023 (βλ. σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………), ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ……………/ 2023 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 9-9-2022 και με αρ. καταθ. …………/2022 ανακοπή ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητούσε την ακύρωση: 1) της υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, 2) της από 7.7.2014 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, ποσού 45.917 ευρώ, 3) της από 20.4.2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, ποσού 42.528,12 ευρώ, 4) της από 3.10.2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, 5) της από 17.2.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, 6) της από 7.7.2022 έγγραφης εντολής του πληρεξούσιου δικηγόρου του καθ’ ου η ανακοπή. …….., προς την δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Πειραιά, ……….. για επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, και, τέλος, 6) της υπ’ αριθ. ……./18.7.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Επι της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή κατά το μέρος που βάλλει κατά της διαταγής πληρωμής ως εκπρόθεσμη και κατά το μέρος που αφορά τις από 7.7.2014, 20.4.2017 και 3.10.2017 επιταγές προς πληρωμής ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ενώ κατά τα λοιπά έγινε δεκτή. Ηδη ο καθού η ανακοπή με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολο της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ, η επιταγή, ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της, πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, από την διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατά το άρθρο 919 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και εάν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο (ΕφΑθ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΝΟΜΟΣ), καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη, όσο και για την συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να λαμβάνει χώρα ακόμη και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή (ΑΠ 1343/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Ακόμη, αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή (ΑΠ 345/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, από τον συνδυασμό των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση διαδοχής στην διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης, καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ου αφενός της κατά το άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ επιταγής και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν την διαδοχή (ειδική ή καθολική) του επισπεύδοντος. Η επιταγή αυτή δεν συνιστά την πρώτη πράξη της προδικασίας νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά περιέχει την επίσημη γνωστοποίηση ότι ενεργοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, προκειμένου είτε να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής είτε να αμφισβητηθεί, με ανακοπή, η υποχρέωση του καθ’ ου. Παρά το γεγονός, δε, ότι η επίδοση της ως άνω (νέας) επιταγής δεν αποτελεί πράξη έναρξης νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντούτοις, ως πράξη της ήδη αρξαμένης εκτέλεσης, που είναι αναγκαία για την έγκυρη συνέχιση της κύριας διαδικασίας της, προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 105/2019 ΝΟΜΟΣ). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης, ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022, ΜΕφΑθ 137/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Mε τον επικουρικώς προβαλλόμενο δεύτερο λόγο της ανακοπής, που έγινε δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ανακόπτων, βάλλοντας κατά της από 17.2.2022 επιταγής προς πληρωμή, στην οποία ερείδονται τόσο η ομοίως ανακοπτόμενη εντολή του πληρεξούσιου δικηγόρου του καθ’ ου η ανακοπή, …….., προς την δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Πειραιά …………. για επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του, όσο και συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/18.7.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, επικαλείτο ότι κατά παράβαση του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, ο καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος κατέστη μεταγενέστερα της έκδοσης της υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγής πληρωμής δικαιούχος της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, δεν συγκοινοποίησε με την εν λόγω επιταγή προς εκτέλεση τα νομιμοποιητικά του δικαιώματος του έγγραφα, με συνέπεια οι ως άνω πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης να πάσχουν ακυρότητας.V. Όπως προκύπτει από την ανακοπτόμενη από 17.2.2022 επιταγή προς πληρωμή, που εμπεριέχεται στην ομοίως ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ……/18 7.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……., κάτωθεν αυτής (επιταγής) αναφέρεται ότι «γίνεται μνεία ότι επισπεύδων και δικαιούχος της είσπραξης των ως άνω ποσών και της εν γένει συνολικής απαίτησης είναι πλέον ο ……… κάτοικος Αθήνας οδός …….. εκπροσωπούμενος από τον Δικηγόρο Αθηνών ……. που υπογράφει και την παρούσα λόγω θανάτου του αρχικού δικαιούχου ………… ο οποίος απεβίωσε στις 4/3/2015 και του οποίου κατέστη κληρονόμος ο ……. δυνάμει της από 25/1/2015 ιδιόγραφης διαθήκης του θανόντος η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. ……/2015 Πρακτικό Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. ……/2015 πράξη του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και με την οποία ο αποθανών εγκατέστησε μοναδικό του κληρονόμο όσο αφορά την ως άνω απαίτηση του τον ………. όλα δε τα σχετικά έγγραφα είναι στην διάθεση του καθού η παρούσα επιταγή.». Την μη συγκοινοποίηση δε των ως άνω εγγράφων, που αποδεικνύουν την ιδιότητα του ως νομίμου κληρονόμου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και αιτούντος την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, ……….., συνομολογεί και ο ίδιος ο καθού η ανακοπή, εκκαλών, ο οποίος περαιτέρω διατείνεται με τον μοναδικό λόγο της έφεσης του, ότι ο ανακόπτων- εφεσίβλητος γνώριζε την επελθούσα κληρονομική διαδοχή λόγω του θανάτου του ως άνω αρχικού δικαιούχου, και ουδόλως είχε αμφισβητήσει την ιδιότητα του ιδίου ως καθολικού διαδόχου αυτού, με συνέπεια να μην υφίσταται δικονομική του βλάβη λόγω της μη συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών του κληρονομικού δικαιώματος του εγγράφων με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης, ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον ως άνω λόγο της ανακοπής και ακολούθως ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις και δη την από 17.2.2022 επιταγή προς πληρωμή, την από 7.7.2022 έγγραφη εντολή του πληρεξούσιου δικηγόρου του καθ’ ου η ανακοπή προς την δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Πειραιά, ………… για επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος, και την υπ’ αριθ. ………../18.7.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, του ερευνώμενου λόγου της έφεσης απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου.
VI. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης προς έρευνα πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου της έφεσης.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ