Αριθμός απόφασης 97/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός …………… με ΑΦΜ …….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστικό πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα,
Των εφεσίβλητων: 1) …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Παναγιώτη Φυτράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) …………., κατοίκου ομοίως, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι νυν εφεσίβλητοι άσκησαν κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 1.10.2014 (με Γ.Α.Κ. ……/2014 και αριθμό κατάθεσης …./2014) αγωγή τους, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, με συνέχιση της δίκης από τον πρώτο ενάγοντα στη θέση και της δεύτερης ενάγουσας λόγω βίαιης διακοπής εξαιτίας επελθόντος θανάτου της τελευταίας, εκδόθηκε αρχικά η 3205/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία) που δέχθηκε αυτή.
Το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 5-10-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 5.10.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……./2022 και δικάσιμος ορίστηκε η 5.10.2023, οπότε δυνάμει της υπ’ αρ. 81/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς κι αφού λόγω των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 με την υπ’ αρ. 74/2023 Πράξη του ιδίου είχε ανασταλεί μέρος των εργασιών του Εφετείου Πειραιά και δεν εκφωνήθηκαν οι προσδιορισθείσες στη δικάσιμο της 5.10.2023 υποθέσεις, έγινε αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός συζήτησης των υποθέσεων αυτών και δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω έφεσης ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου η μεν δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ για λογαριασμό του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Δυνάμει της υπ’ αρ. 81/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου υποθέσεων που δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, κατόπιν της υπ’ αρ. 74/2023 Πράξης του ιδίου περί της αναστολής μέρους των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από 4 έως 11.10.2023 λόγω της διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023, νόμιμα εισάγεται κατόπιν επαναπροσδιορισμού δικασίμου προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023, η από 5.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των ……… και … πρώην συζύγου …………, το γένος ……….. προς εξαφάνιση της 3205/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας την από 1.10.2014 (με Γ.Α.Κ. …./2014 και αρ. κατ. …../2014) αγωγή των τελευταίων κατά του Δημοσίου, κατόπιν θανάτου της δεύτερης ενάγουσας και συνέχισης της δίκης στη θέση της από τον πρώτο ενάγοντα, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε αυτή (την αγωγή), με την παραπάνω εκκαλούμενη απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 13.10.2020. Η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 περ. ΚΠολΔ, ασκήθηκε κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.10.2022, ήτοι πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και προ της επιδόσεως αυτής από τον ένα διάδικο στον άλλο, οπότε έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν για την άσκηση της, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο efeteio-peir.gr). Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της εφέσεως από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η δεύτερη εφεσίβλητη ήταν απούσα. Η εκκαλουμένη δέχθηκε, χωρίς να αμφισβητείται τούτο από το εκκαλούν, ότι στις 15.7.2017 απεβίωσε η νυν δεύτερη εφεσίβλητη και τότε δεύτερη ενάγουσα …. πρώην συζ. ………. (βλ. τη με αριθμό …/…./2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιαρχείου Δήμου Αθηναίων) η οποία δεν άφησε διαθήκη (βλ. το με αριθμό ……/28.8.2019 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, από τον μοναδικό κληρονόμο αυτής και πρώτο ενάγοντα ………. (βλ. το με αριθμό …./30.5.2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Μοσχάτου- Ταύρου Αττικής), ο οποίος και αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά με την με αριθμό …./4.9.2019 πράξη της συμβ/φου Καλλιθέας Αττικής …………, νομίμως καταχωρισθείσας στο κτηματολόγιο με αρ. κατ. ……/5.9.2019. Ότι επομένως, ο τελευταίος, ως νόμιμος εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης κληρονομούμενης (άρθρα 1710, 1813 και 1846 ΑΚ), όπως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε, νομίμως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις προτάσεις του δήλωσε τον θάνατο της ως άνω αρχικής διαδίκου, καθώς και ότι επαναλαμβάνει εκουσίως στο όνομά του τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, που ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με τον θάνατό του (άρθρο 35 ΑΚ). Εξάλλου κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ, η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ σύμφωνα με τις οποίες διακοπή της δίκης συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο διαδίκου επέρχεται, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου προς τον αντίδικο (ΑΠ 1437/2021), μόνο αν η μεταβολή συμβεί έως ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συνάγεται ότι σε περίπτωση που έχει συμβεί κάτι τέτοιο και ήδη πρωτοδίκως συνέχισε στη θέση του θανόντος διαδίκου ο κληρονόμος του τη δίκη, η έφεση που στρέφεται κατά του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου αντί του συνεχίζοντος τη δίκη κληρονόμου του είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω ακυρότητας του δικογράφου σύμφωνα με τα άρθρα 62 εδ. α’, 73, 159, 160 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 304/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ Ι, σελ. 1686, παρ.2). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση, η έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, της οποίας ο θάνατος είχε δηλωθεί ήδη στον πρώτο βαθμό από τον κληρονόμο της πρώτο ενάγοντα- ήδη πρώτο εφεσίβλητο που συνέχισε τη δίκη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αντίθετα, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι νυν εφεσίβλητοι είχαν ασκήσει κατά του νυν εκκαλούντος την από 1.10.2014 αγωγή τους με την οποία υποστήριζαν ότι τυγχάνουν σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, συγκύριοι ενός αγροτεμαχίου μετά της επ’ αυτού λυόμενης οικίας, κείμενου στη θέση «……» της περιφέρειας Αιαντείου Σαλαμίνας με έκταση 879,20 τ.μ., όπως ειδικότερα περιγράφεται, το οποίο κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή καταχωρίσθηκε με ΚΑΕΚ ……………… Ότι ο μεν πρώτος εξ αυτών έχει τίτλο κτήσης την με αριθμό …/25.1.2012 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Πειραιά ……….., νόμιμα καταχωρισθείσας στο κτηματολόγιο κατ’ άρθρο 7α του ν. 2664/1998, με την οποία αποδέχθηκε την εξ αδιαθέτου επαχθείσα κληρονομία του αποβιώσαντος στις 24.3.2011 πατρός του, αφού προηγουμένως η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του αποποιήθηκε το επαχθέν σε αυτή κληρονομικό μερίδιο και ότι η δεύτερη ενάγουσα μητέρα του απέκτησε το ποσοστό κυριότητάς της στο επίδικο, θεμελιώνοντας χρησικτησία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι ο πατέρας και δικαιοπάροχος του πρώτου ενάγοντος, ……….. είχε αποκτήσει αρχικά τη νομή ενός ακινήτου έκτασης 439,60 τ.μ., δυνάμει συμβολαιογραφικού προσυμφώνου πώλησης, αγοράζοντάς το από την … χήρα ………. το έτος 1980 και ότι η δεύτερη ενάγουσα απέκτησε τη νομή όμορου, στο προηγούμενο, ακινήτου έκτασης 439,60 τ.μ., δυνάμει ιδιωτικού προσυμφώνου πώλησης από την ίδια πωλήτρια και εν συνεχεία αμφότεροι, συνενώνοντας τα δύο ακίνητα, νεμήθηκαν τα όμορα ακίνητα ως ένα, αδιαλείπτως και άνευ όχλησης τρίτου, με διάνοια συγκυρίων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και με έκτακτη χρησικτησία απέκτησαν τη συγκυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος του επιδίκου. Ειδικότερα, ότι επί του ενιαίου ακινήτου οι ανωτέρω αγοραστές ανήγειραν κατά το έτος 1980, οίκημα ήτοι λυόμενη ισόγεια οικία με στέγη από ελενίτ επιφάνειας 84,92 τ.μ., την οποία και νομιμοποίησαν, ότι επίσης στο ως άνω ενιαίο ακίνητο (κτίσμα και γήπεδο) ασκούσαν καλόπιστα πράξεις που προσιδιάζουν σε πλήρη και ανεπίληπτο νομέα όπως α) δήλωση στη Δ.Ο.Υ. εισοδήματός τους του εν λόγω ακινήτου και αργότερα στο έντυπο Ε9, β) πληρωμή λογαριασμών προς οργανισμούς κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τέλη στον Δήμο κλπ), γ) διαρκή περίφραξη, συνεχή καθαρισμό από χόρτα, συνεχή εποπτεία και προστασία του όλου ενιαίου οικοπέδου και κτίσματος, δ) πληρωμή Ε.Τ.Α.Κ και για το εν λόγω ακίνητο όπως φέρεται δηλωμένο κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου από τον καθένα τους, ε) χρήση του ανωτέρω ισογείου κτίσματος ως κατοικία τους συνεχώς και ανενόχλητα επί χρόνο μείζονα των τριάντα ετών ο μεν αποβιώσας πατέρας του πρώτου ενάγοντος μέχρι και τον θάνατό του, η δε πρώην σύζυγός του και δεύτερη ενάγουσα και ο πρώτος ενάγων ακολούθως από κοινού μετά τον θάνατο του ανωτέρω, μέχρι τον χρόνο σύνταξης της αγωγής συνεχώς και ανενόχλητα νεμόμενοι όλο το αγροτεμάχιο μετά της οικίας. Ότι η πωλήτρια στα παραπάνω προσύμφωνα, … χήρα ………. είχε αποκτήσει τα επιμέρους δύο αγροτεμάχια που στη συνέχεια ενώθηκαν, σε μείζονα αγροτική έκταση επιφάνειας 1.200 τ.μ. με κληρονομία από τον αμέσως παραπάνω σύζυγό της που απεβίωσε στις 8.4.1979, δυνάμει της υπ’ αρ. …./1978 δημόσιας διαθήκης της συμβ/φου Σαλαμίνας …………., νομίμως δημοσιευθείσας, κατόπιν της υπ’ αρ. ……../1979 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Σαλαμίνας …………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ότι στον ………. το επίδικο ακίνητο στην παραπάνω ευρύτερη έκταση των 1.200 τ.μ. είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα δυνάμει του υπ’ αρ. ………../20-11-1947 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών. Ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή του Αιαντείου Σαλαμίνας στις 12.2.2007, το επίδικο με το ανωτέρω ΚΑΕΚ, παρότι ανήκε κατά κυριότητα στον δικαιοπάροχο του πρώτου ενάγοντος και στην δεύτερη ενάγουσα εξ ημισείας, καταχωρίσθηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή των εμπράγματων δικαιωμάτων τους από την ανακριβή πρώτη κτηματολογική εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ζητούσαν αυτοί, κατά την ορθή εκτίμηση του αιτήματός τους, να αναγνωριστεί η συγκυριότητα του δικαιοπαρόχου του πρώτου ενάγοντος και της δεύτερης ενάγουσας επί του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ΚΑΕΚ …………… με την καταχώριση του εμπράγματου δικαιώματος των ανωτέρω συγκυρίων στο εν λόγω ακίνητο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δεχόμενο την αγωγή, αναγνώρισε ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, ο …………. και η ……… πρώην σύζυγος ……………., δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας τυγχάνουν συγκύριοι σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος επί του ως άνω ακινήτου στη θέση «…..» Αιαντείου Σαλαμίνας, συνολικής έκτασης 879,20 τ.μ., εμφαινόμενου στο από 13.12.1983 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ….., όπως πλευρικά περιγράφεται, μετά ισογείου κτίσματος επιφάνειας 84,92 τ.μ. και με ΚΑΕΚ ………….. και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση του ……….. και της ………, πρώην συζύγου ……………, συγκυρίων σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Ήδη με την από 5.10.2022 έφεσή του το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η με αρ. κατ. …………/2014 αγωγή των εφεσιβλήτων και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, άλλως να συμψηφισθεί αυτή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν αιτιάται την εκκαλουμένη ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι η κριθείσα αγωγή είναι αόριστη, καθώς στηριζόμενη και στην έκτακτη χρησικτησία, δεν προσδιορίζει, όπως θα έπρεπε, τον χρόνο έναρξης της νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, ούτε συγκεκριμένες υλικές πράξεις αυτών, ούτε τον δικαιοπάροχο στο πρόσωπο του οποίου συμπληρώθηκε η έκτακτη χρησικτησία προ της 11.9.1915. Ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που τυχόν μνημονεύεται στην αγωγή ο αρχικός δικαιοπάροχος και πάλι δεν καθορίζεται ο ακριβής χρόνος έναρξης της νομής και ο τίτλος βάσει του οποίου αυτός απέκτησε την κυριότητα της επιμέρους εκτάσεως. Ότι περαιτέρω η απλή αναφορά τίτλων ιδιοκτησίας δεν αρκεί από μόνη της για την απόδειξη του τρόπου κτήσεως κυριότητας, αφού οι τίτλοι δεν θεωρούνται πράξεις νομής, οι δε εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αναφέρουν ειδικά τις πράξεις νομής, στις οποίες αυτοί και οι δικαιοπάροχοί τους προέβησαν επί της επίδικης έκτασης. Ότι η αναφορά περί ασκήσεως πράξεων νομής από τους ίδιους και από τους δικαιοπαρόχους τους είναι παντελώς αόριστη αφού δεν μνημονεύονται συγκεκριμένες, εμφανείς και υλικές πράξεις νομής από συγκεκριμένα πρόσωπα και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και με το πέρασμα του χρόνου εντοπιζόμενες ειδικά στην ένδικη έκταση, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των νομέων. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι ο μεν …………. έλαβε τη νομή τμήματος του επίδικου ακινήτου έκτασης 439,60 τ.μ. από την …….. χήρα ……….. κατόπιν κατάρτισης του υπ’ αρ. ………./24.7.1980 προσυμφώνου αγοραπωλησίας αγροτικού ακινήτου της συμβ/φου Σαλαμίνας ……….. , η δε δεύτερη ενάγουσα έλαβε από την ίδια πωλήτρια τη νομή του υπόλοιπου τμήματος του επίδικου ακινήτου επιφάνειας 439,60 τ.μ. με την κατάρτιση του από 30.6.1981 προσυμφώνου πώλησης με ιδιωτικό έγγραφο και ότι έκτοτε οι ανωτέρω αγοραστές που ήταν τότε σύζυγοι, ενοποίησαν τα παραπάνω εδαφικά τμήματα σε ένα ενιαίο ακίνητο επιφάνειας 879,20 τ.μ. και νέμονταν το ενιαίο ακίνητο διανοία συγκυρίων κατά το ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ασκώντας τις αναφερόμενες στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής, ήτοι χτίζοντας ήδη από το έτος 1980, λυόμενη ισόγεια οικία επιφάνειας 84,92 τ.μ., την οποία χρησιμοποιούσαν ως κατοικία συνεχώς και ανενόχλητα για διάστημα άνω των είκοσι ετών που είχε συμπληρωθεί ήδη κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου για το Αιάντειο Σαλαμίνας, έχοντας διαρκώς περιφράξει το ενιαίο ακίνητο, καθαρίζοντάς το συνεχώς από χόρτα, έχοντας τη συνεχή εποπτεία και προστασία του, δηλώνοντάς το αρχικά στη Δ.Ο.Υ. εισοδήματος κι έπειτα στο έντυπο Ε9, πληρώνοντας τους λογαριασμούς προς οργανισμούς κοινής ωφέλειας (Δ.Ε.Η., ΕΥΔΑΠ, τέλη στον Δήμο) και Ε.Τ.Α.Κ. Επίσης αναφέρουν τον τίτλο δυνάμει του οποίου ο απώτερος δικαιοπάροχός τους …………. απέκτησε την κυριότητα αλλά και τη νομή του μείζονος αγρού που περιλάμβανε το επίδικο ακίνητο και καλλιεργείτο με ελιές, έκτασης 1.200 τ.μ., κείμενου στην ανωτέρω θέση «Κανάκια» της κτηματικής περιφέρειας της τότε Κοινότητας Αιαντείου Σαλαμίνας. Ότι ειδικότερα επρόκειτο για το υπ’ αριθ. πρωτ. …. αριθ. οριστικού τίτλου ….. της 20-11-1947 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας από 23.9.1951 στον τόμο …, με αριθμό …… Οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής τους να αναφέρουν τον δικαιοπάροχο στο πρόσωπο του οποίου συμπληρώθηκε η έκτακτη χρησικτησία προ της 11.9.1915, δεδομένου ότι διαλαμβάνουν στην αγωγή τους ότι ο απώτερος δικαιοπάροχός τους ………… έλαβε στην κυριότητα και νομή του το ακίνητο με το προαναφερόμενο παραχωρητήριο το έτος 1947 από το ίδιο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, επιπλέον δε πέραν του ότι οι ενάγοντες κάνουν λόγο για συνεχή χρήση της οικίας στο επίδικο ακίνητο, περίφραξη, καθαρισμό από χόρτα και συνεχή εποπτεία δεν απαιτείται, ούτως ή άλλως, στη σχετική αγωγή ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 568/2021, ΑΠ 1706/2018, ΑΠ 984/2017, ΑΠ 2192 /2013 όπου παραπέμπει η ΑΠ 779/2024 στην ΤΝΠ Νόμος).
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται γιατί απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως έγγραφες προτάσεις του, με τις οποίες εκείνο αρνήθηκε αιτιολογημένα την ιστορική βάση της αγωγής και επιπροσθέτως προέβαλε ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, υποστηρίζοντας ότι αυτό μαζί με μείζονα έκταση ανήκει στην κυριότητά του, περιελθόν σε αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 21-1/13.2.1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και των ερμηνευτικών αυτού πρωτοκόλλων της 4/16.6.1830 και της 19-6/1.7.1830, καθώς και της από 27-6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος», άλλως διότι το κατέλαβε ως εγκαταλελειμμένο κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, άλλως διότι περιήλθε σε αυτό ως λειβάδι ή βοσκότοπος, άλλως διότι περιήλθε σε αυτό με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι νεμόταν αυτό κατά τη φύση και τον προορισμό του, συνεχώς και αδιαλείπτως από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους έως σήμερα, άλλως διότι περιήλθε σε αυτό ως αδέσποτο κατά την απελευθέρωση της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 216/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων». Ότι περαιτέρω, η επίδικη έκταση ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως εμπίπτουσα εξ ολοκλήρου στο δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …… Ότι ειδικότερα, η έκταση στην οποία εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, είναι καταγεγραμμένη στα οικεία βιβλία της τότε Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας (και ήδη Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά) ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. ….., συνολικού εμβαδού 101,218 στρεμμάτων και αποτελούσε τμήμα δημόσιου κτήματος μείζονος εκτάσεως 603,220 στρεμμάτων, περιγραφόμενη και στην από 10-3-1939 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού ……….., απέμεινε δε μετά την παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο εκτάσεως 502,022 στρεμμάτων προς διάφορους ιδιώτες τρίτους, κατόπιν παραχωρητηρίων, οι αριθμοί των οποίων αναλυτικώς αναφέρονται στην ως άνω τεχνική έκθεση. Ότι το δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. ……. κατείχετο αυθαιρέτως από τους αδελφούς ….. και ……., οι οποίοι, κατόπιν εκχερσώσεως δημόσιας δασικής εκτάσεως, του προσέδωσαν τη μορφή του αγρού, εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 1983 υπ’ αριθ. ………….. τοπογραφικό διάγραμμα της Κ.Ε.Δ. (Κλιμ. 1:5000), στο οποίο απεικονίζονται καταγεγραμμένα Δημόσια Κτήματα. Ότι τα ανωτέρω προκύπτουν από το υπ’ αριθ. πρωτ. ………/16-4-2013 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά και τα συνοδεύοντα αυτό έγγραφα και εμφαίνεται στο από 11.3.2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….. Ότι κατά συνέπεια το Ελληνικό Δημόσιο έχει την κυριότητα επί της όλης έκτασης των 101,216 στρεμμάτων (τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο ακίνητο) στην περιοχή Αιαντείου Σαλαμίνας, η οποία έκταση αποτελεί το με Α.Β.Κ. ….. καταγεγραμμένο Δημόσιο Κτήμα Σαλαμίνας. Ότι σύμφωνα με την από 10-7-1940 έκθεση καταμέτρησης, περιγραφής και εκτίμησης των ……….., δασονόμου Σαλαμίνας και …….., κατοίκου Αιαντείου, την από 21-4-1954 νεότερη έκθεση καταμέτρησης, περιγραφής και εκτίμησης των …………., Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας και ……….., Δασοκόμου, το υπ’ αρ. πρωτ. ………./6.3.1965 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας και το από 18.12.1968 Δελτίο Πληροφοριών Δημοσίων Αγροτικών Κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας η αμέσως ανωτέρω ευρύτερη έκταση παρεπομένως δε και το εντός αυτής εμπίπτον επίδικο ακίνητο προήλθε από εκχέρσωση δημόσιας δασικής εκτάσεως και περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν. Ότι απώλεια του δικαιώματος αυτού (του Ελληνικού Δημοσίου) θα ήταν δυνατό να επέλθει μόνο παραγώγως με τη βούληση του Δημοσίου, ως δικαιοπαρόχου ή πρωτοτύπως με χρησικτησία, πλην όμως ότι του πρώτου τρόπου κτήσεως δεν γίνεται επίκληση από τους ενάγοντες. Ότι επομένως μπορεί να γίνει λόγος μόνο για χρησικτησία, η οποία όμως εν προκειμένω δεν συντελέστηκε σε βάρος του Δημοσίου για τους εξής λόγους: Κατά τις ταυτόσημες διατάξεις των άρθρων 21 του από 22-4/16.5.26 ΝΔ «περί Αεροπορικής Αμύνης» και 4 παρ.1 ΑΝ 1539/38 περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων, τα δικαιώματα του Δημοσίου επί κάθε είδους ακίνητης περιουσίας του είναι απαράγραπτα. Το άρθρο 2 παρ.1 του τελευταίου νομοθετήματος που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 ΕισΝΑΚ ορίζει ότι επί των αδεσπότων και των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομέας θεωρείται το Δημόσιο έστω και εάν ουδεμία ενήργησε επ’ αυτών πράξη νομής. Ότι το απαράγραπτο των δικαιωμάτων αυτών του Δημοσίου ως προς τα δημόσια κτήματα γενικά άρχισε να ισχύει από τις 11.9.1915, λόγω των αναστολών της παραγραφής που όρισαν τα αλλεπάλληλα εκδοθέντα από την ημερομηνία αυτή, λόγω των πολέμων διατάγματα, ενώ ως προς τις δασικές εκτάσεις είχε αρχίσει να ισχύει από τις 12.9.1914, κατ’ εφαρμογή της προμνημονευθείσας διάταξης του ν. 343/1914. Ότι όλες οι πιο πάνω διατάξεις κατέστησαν νομικά ανεπίτρεπτη την δια χρησικτησίας κτήση κυριότητας επί των ακινήτων γενικά του Δημοσίου μέχρι τις 11.9.1915 και επί των δημοσίων δασικών εκτάσεων μέχρι τις 12.9.1914. Ότι με το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο επί ακινήτων του Δημοσίου χωρούσε μόνο έκτακτη χρησικτησία για να κτηθεί η κυριότητα δημοσίου κτήματος. Ότι στοιχεία της χρησικτησίας αυτής κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (ν. 8 παρ.1 Κωδ. 7.39 πανδ. 50.14) ήταν η συνεχής άσκηση 30ετούς νομής και η καλή πίστη του χρησιδεσπόζοντος, πλην όμως η τριαντακονταετία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι το έτος 1914, αφού ήδη κατ’ εφαρμογή των δικαιοστασίων των ετών 1897 και 1912, από το χρόνο συμπλήρωσης της κατά τα ως άνω 30ετούς παραγραφής, πρέπει να αφαιρεθεί ακόμα ένα εξάμηνο. Ότι περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των ν. 1 παρ.3 και 3 παρ.1 πανδ. (21.2) που προϊσχυσαν των διατάξεων του ΑΚ, προκύπτει ότι η νομή επειδή δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αλλά μόνο φυσική εξουσία σε ενσώματο πράγμα, ήταν αμεταβίβαστη με την έννοια ότι διαδοχή σε αυτή δεν χωρούσε ούτε με απλή συμβατική μεταβίβαση, αλλά μόνο με τη συναίνεση εκείνου που νεμόταν ορισμένο πράγμα μπορούσε κάποιος να αποκτήσει νομή πάνω σε αυτό, η δε νομή ήταν νέα και δημιουργείτο στο πρόσωπο του νέου κτήτορα, ενώ προσμέτρηση χρόνου νομής του ειδικού δικαιοπαρόχου δεν ήταν επιτρεπτή. Ότι τέλος, και κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και κατά το ισχύον, μη υφιστάμενης κυριότητας, κανένα δικαίωμα δεν μεταβιβάζεται στον διάδοχο. Ότι κατά συνέπεια των προαναφερομένων, αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή επί του ως άνω καταγεγραμμένου Δημοσίου Κτήματος, εντός του οποίου εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο, έχει το Ελληνικό Δημόσιο. Ότι εξάλλου, το Δημόσιο Κτήμα με Α.Β.Κ. …, εντός του οποίου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, δηλώθηκε κατά νόμο από την Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά στο Εθνικό Κτηματολόγιο ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα (αρ. πρωτ. δήλωσης …./13-6-2000) και κατατέθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. …./13-3-2003 ένσταση της ίδιας Υπηρεσίας προς τον Ο.Κ.Χ.Ε. «…κατά των ιδιοκτησιών (ΚΑΕΚ) οι οποίες εμπίπτουν εντός του ΒΚ … όπως αυτό φαίνεται με πράσινο χρώμα στο συνημμένο διάγραμμα καθόσον εντός της εκτάσεως αυτής των 603.220 τ.μ. το Ελληνικό δημόσιο διεκδικεί 101.218 τ.μ.». Ότι περαιτέρω το Ελληνικό Δημόσιο για το Δημόσιο Κτήμα με Α.Β.Κ. …… έχει εκδώσει πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης με αριθμούς …/28-5-1969 και … και …../27-6-1974, γεγονός που αποτελεί διαχειριστική πράξη του και ένδειξη μέριμνας αυτού για το πιο πάνω Δημόσιο Κτήμα. Ότι εξάλλου, οι αδελφοί …. και …………, οι οποίοι κατείχαν αυθαιρέτως το ανωτέρω δημόσιο κτήμα, υπέβαλαν προς τον Οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας την από 14-1-1940 αίτησή τους, με την οποία ζητούσαν την εξαγορά της εκτάσεως των 101,218 στρεμμάτων, λόγω του ότι την κατείχαν, αποδεχόμενοι έτσι την κυριότητα του Δημοσίου επί της εν λόγω εκτάσεως ως αποτελούσης δημόσιο κτήμα. Ότι όλα τα ανωτέρω φανερώνουν αναμφίβολα τη νομή του Δημοσίου επί της επίδικης έκτασης και σε κάθε περίπτωση αποτελούν διαταρακτικά της νομής των αυθαιρέτων κατόχων της επίδικης έκτασης αδελφών ….., αλλά και των διαδόχων αυτών στη νομή, αφού αυτοί ήταν σε κάθε περίπτωση επιλήψιμοι νομείς. Ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε την άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου ότι οι αντίδικοι απέκτησαν τη νομή του επίδικου και άσκησαν πάνω σε αυτό, χωρίς διακοπή και διατάραξη, πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, όπως και την άρνηση πράξεων νομής από τους δικαιοπαρόχους τους, που από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύονται. Ότι η άρνηση αυτή βρίσκει έρεισμα και στην από 9.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo, με τη γενόμενη δήμευση «δικαιώματι πολέμου», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων: α) τα οποία κατέχονταν μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου (έως την 3.2.1830) και δήμευσε, β) τα οποία κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην Οθωμανούς κυρίους τους δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» και γ) όλα τα δημόσια κτήματα που λόγω της μορφής τους ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος. Ότι ως εκ τούτου, τα παραγωγικά της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου περιστατικά είναι προγενέστερα σε σχέση με εκείνα που επικαλούνται οι αντίδικοι για τη θεμελίωση της κυριότητάς τους και ότι προκειμένου να αποκτήσουν οι ενάγοντες δικαίωμα κυριότητας πάνω στο επίδικο, που αποτελεί δημόσιο κτήμα, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί στα πρόσωπά τους έκτακτη χρησικτησία, υπό τις προϋποθέσεις που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, των οποίων η συνδρομή ουδόλως αποδεικνύεται.
Ο λόγος αυτός έφεσης, με εξαίρεση το σκέλος αυτού με το οποίο αμφισβητείται η κτήση της νομής στο επίδικο από την δεύτερη ενάγουσα και τον άμεσο δικαιοπάροχο του πρώτου ενάγοντος και η άσκηση εκ μέρους τους πράξεων νομής με διάνοια συγκυρίων, χωρίς διακοπή και διατάραξη σε διάστημα άνω των είκοσι ετών, που προτείνεται παραδεκτά και αποτελεί θέμα απόδειξης, κατά τα λοιπά τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, το εκκαλούν δεν πλήττει με τον σχετικό λόγο έφεσης και δεν αμφισβητεί την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι ενώ το επίδικο ακίνητο ανήκε αρχικά στο Ελληνικό Δημόσιο, με το υπ’ αρ. πρωτ. ….. παραχωρητήριο της Δ/νσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας του Βασιλείου της Ελλάδος, με αριθμό οριστικού τίτλου …./20.11.1947, εκδοθέντος βάσει της με αριθμό ………/….. ε.ε. εγκυκλίου Διαταγής, δυνάμει της οποίας ρυθμίσθηκαν προκύψασες, λόγω της κατοχικής περιόδου, ανωμαλίες επί παραχωρήσεων δημόσιων δασικών εκτάσεων και απευθυνόμενου (του τίτλου) προς τον …………., παραχωρήθηκε οριστικώς και κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας στον τελευταίο αντί τιμήματος ήδη ολοσχερώς καταβληθέντος, δημόσια δασική έκταση 1,2 στρεμμάτων που περιελάμβανε το επίδικο ακίνητο, αναφερόμενη ως καλλιεργηθείσα νομίμως και κείμενη στη θέση ….. περιφερείας Σαλαμίνας, συνορεύουσα γύρωθεν με όρια πευκοδάσους ……….., βορείως με άμπελο ιδιοκτησίας του ιδίου σε πλευρά 120 μέτρων, δυτικά με αγρό του ιδίου και νοτίως με όριο δημοσίου πευκοδάσους, ακολούθως δε ότι ο εν λόγω τίτλος μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. και με αριθμό … στις 23.9.1951 και έκτοτε το ακίνητο εξέφυγε της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και εγκολπούμενο σε ιδιωτική περιουσία, κατέστη επιδεχόμενο ιδιωτικών συναλλαγών και χρησικτησίας. Τα όσα διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο αυτό απέκτησε μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το επίδικο ακίνητο, κάτι που δεν αμφισβήτησαν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες πλην όμως υποστήριξαν ότι μεταγενέστερα με το παραπάνω παραχωρητήριο του έτους 1947, νομίμως μεταγραφέντος στις 23.9.1951, το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του τότε Υπουργού Γεωργίας μεταβίβασε κατά κυριότητα και νομή το ακίνητο στον απώτερο δικαιοπάροχό τους ………….., ισχυρισμό που δεν αμφισβητεί ειδικά με την έφεσή του το εκκαλούν, με αποτέλεσμα τα όσα προβάλλει για τον προγενέστερο του χρόνου έκδοσης του παραχωρητηρίου τρόπο κτήσης εκ μέρους του της κυριότητας του επιδίκου να προβάλλονται αλυσιτελώς.
Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης ………., όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα νόμιμα κι επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα είτε χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……….. και ………. που εξετάσθηκαν σε προηγούμενη δίκη μεταξύ των διαδίκων και περιέχονται στα υπ’ αρ. …../2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθμό πρωτ. ….. παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας του Βασιλείου της Ελλάδος, με αριθμό οριστικού τίτλου …./20.11.1947, εκδοθέντος βάσει της με αριθμό …../….. ε.ε. εγκυκλίου Διαταγής, δυνάμει της οποίας ρυθμίσθηκαν προκύψασες, λόγω της κατοχικής περιόδου, ανωμαλίες επί παραχωρήσεων δημόσιων δασικών εκτάσεων και απευθυνόμενου (του τίτλου) προς τον ………., παραχωρήθηκε οριστικώς και κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας στον τελευταίο αντί τιμήματος ήδη ολοσχερώς εξοφληθέντος, δημόσια δασική έκταση 1,2 στρεμμάτων, αναφερόμενη ως καλλιεργηθείσα νομίμως και κείμενη στη θέση Παραλία ….. περιφέρειας Σαλαμίνας, συνορευόμενη γύρωθεν, ανατολικά με όρια πευκοδάσους …….., 10 μέτρα από της βατής οδού …………, βόρεια με άμπελο του ιδίου σε μήκος πλευράς 120 μέτρων, δυτικά με αγρό ιδίου και νότια με όριο δημόσιο πευκοδάσος ………….. Ο εν λόγω τίτλος κυριότητας μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό ….. στις 23.9.1951 και έκτοτε το ακίνητο εξέφυγε της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και περιελθόν σε ιδιωτική περιουσία, κατέστη αντικείμενο ιδιωτικών συναλλαγών και χρησικτησίας. Με τον θάνατο του ανωτέρω δικαιούχου στις 8.4.1979, δυνάμει της με αριθμό …./1978 δημόσιας διαθήκης του, συνταχθείσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., που νόμιμα δημοσιεύθηκε με το με αριθμό …./2.5.1979 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το ανωτέρω ακίνητο ως περιλαμβανόμενο στην κληρονομιαία περιουσία επήχθη στη σύζυγό του, ….. χήρα ……… το γένος ……….., η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία με την με αριθμό …../9.7.1979 πράξη αποδοχής κληρονομίας της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με αριθμό ……, την 1.11.1979. Έπειτα, η ανωτέρω … χήρα ………. πώλησε διαδοχικά στον πατέρα του πρώτου ενάγοντος και στην δεύτερη ενάγουσα, δύο όμορα τμήματα του ανωτέρω κληρονομηθέντος ακινήτου. Ειδικότερα, με το με αριθμό ………../24.7.1980 προσύμφωνο πώλησης αγροτικού ακινήτου της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου, συμφώνησε να πωλήσει στον πατέρα του πρώτου ενάγοντος, ………., με τίμημα 350.000 δραχμές, ένα αγροτεμάχιο έκτασης 439,60 τ.μ., κείμενο στη θέση «……….» Αιαντείου Σαλαμίνας, εμφαινόμενο στο από Ιούλιο του 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….., υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ, που προσαρτάται στο προσύμφωνο συμβόλαιο, συνορεύον ανατολικά επί προσώπου πλευράς 28 μέτρων με αγροτική οδό, δυτικά επί πλευράς 28 μέτρων με ιδιοκτησία της ίδιας της πωλήτριας ………….., βόρεια επί πλευράς 15,70 μέτρων ομοίως με ιδιοκτησία ιδίας και νότια επί προσώπου πλευράς 15,70 μέτρων με αγροτική οδό. Ακολούθως, με το από 30.6.1981 ιδιωτικό προσύμφωνο πώλησης, η αυτή ως άνω πωλήτρια συμφώνησε να πωλήσει αντί τιμήματος 650.000 δραχμών προς την τότε σύζυγο του πρώτου αγοραστή και δεύτερη ενάγουσα ……. συζ. …………., το όμορο στο ανωτέρω αγροτεμάχιο έκτασης 439,60 τ.μ., κείμενο επίσης στο Αιάντειο Σαλαμίνας και συνορεύον σύμφωνα με το προσύμφωνο ανατολικά με το ανωτέρω πωληθέν στον σύζυγό της ακίνητο επί πλευράς 28 μέτρων, δυτικά επί πλευράς 28 μέτρων με αγροτική οδό, βόρεια επί πλευράς 15,70 μέτρων με ιδιοκτησία της ίδιας πωλήτριας και νότια επί πλευράς 15,70 μέτρων με αγροτική οδό. Με την υπογραφή των προσυμφώνων, η πωλήτρια παρέδωσε τη νομή εκάστου ακινήτου στον αγοραστή του, οι τελευταίοι δε, κατά τη συμφωνία εξόφλησαν το τίμημα, για το οποίο είχαν εκδοθεί συναλλαγματικές που πλέον έφεραν εις χείρας τους, πλην όμως δεν προέβησαν σε σύνταξη οριστικών συμβολαίων και σε μεταγραφή αυτών. Ωστόσο, αμφότεροι από την κατάρτιση εκάστης συμφωνίας και την παράδοση σε αυτούς της νομής, τα είχαν στην κατοχή τους και τα χρησιμοποιούσαν ως ένα ακίνητο στην πράξη, με διάνοια συγκυρίων σε ποσοστό 50% έκαστος. Το ενοποιημένο ακίνητο έχει συνολική έκταση 879,20 τ.μ., εμφαινόμενο στο από 13.12.1983 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………., συνορεύον βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 31,40 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια σε πλευρά ΔΓ μήκους 31,40 μ. με αγροτικό δρόμο, ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 28 μ. με ιδιωτικό δρόμο και δυτικά σε πλευρά ΑΔ μήκους 28 μ. με ιδιωτικό δρόμο. Οι ανωτέρω συννομείς κατά το έτος 1980, ανέγειραν στο εν λόγω ακίνητο ένα λυόμενο ισόγειο κτίσμα με στέγη από ελενίτ, επιφάνειας 84,92 τ.μ, το οποίο χρησιμοποίησαν έκτοτε ως εξοχική κατοικία όπου διέμεναν τα καλοκαίρια και κατά τη διάρκεια των διακοπών, προβαίνοντας σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την εν γένει συντήρηση και τη λειτουργικότητά του, όπως στην καθαριότητα και εποπτεία αυτού, στην υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, νομιμοποίησή του κατά την πολεοδομική νομοθεσία, χωρίς να ενοχληθούν ή να αμφισβητηθούν από οποιονδήποτε τρίτο, ενώ ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο, ως απώτερος δικαιοπάροχός τους αμφισβήτησε τη νομή τους. Στη συνέχεια, η περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο στο Αιάντειο Σαλαμίνας, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, πλην όμως οι ανωτέρω δικαιούχοι δεν προέβησαν σε δήλωση του εμπράγματου δικαιώματός τους και το ακίνητο κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στις 12.2.2007 καταχωρίσθηκε με ΚΑΕΚ ………… και με δικαιούχο κυριότητας «άγνωστο ιδιοκτήτη». Η ανωτέρω κτηματολογική καταχώριση τυγχάνει ανακριβής εγγραφή, δοθέντος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο έναρξης του κτηματολογίου το έτος 2007, ο …….., δικαιοπάροχος του πρώτου ενάγοντος και η δεύτερη ενάγουσα ……….. πρώην σύζυγος ………… είχαν αποκτήσει ήδη την κυριότητα του επιδίκου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, έχοντας θεμελιώσει έκτακτη χρησικτησία δια της υπερεικοσαετούς νομής του ακινήτου εφεξής του έτους 1981, οπόταν είχαν ήδη υπογραφεί τα δύο προσύμφωνα και άρχισαν να νέμονται από κοινού το ενοποιημένο ακίνητο. Στη συνέχεια, ο ……….. απεβίωσε στις 24.3.2011, χωρίς να αφήσει διαθήκη και με δεδομένο ότι η τότε σύζυγός του ………… αποποιήθηκε την κληρονομία του με την υπ’ αρ. ……/14.4.2011 έκθεση αποποίησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο θανών κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου μόνο από τον υιό του πρώτο ενάγοντα, ……….., ο οποίος με την υπ’ αρ. …./25.1.2012 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Πειραιά .…………, νόμιμα καταχωρισθείσας στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου κατά το άρθρο 7α του ν. 2664/1998, απέκτησε το ½ εξ αδιαιρέτου κυριότητας στο επίδικο και θεμελίωσε με την δεύτερη ενάγουσα, στη θέση της οποίας ήδη συνεχίζει τη δίκη, έννομο συμφέρον να αιτηθούν την αναγνώριση της κυριότητας και τη διόρθωσή της, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε αρχικά στο Ελληνικό Δημόσιο και με την έκδοση παραχωρητηρίου- τίτλου κτήσης μεταβιβάσθηκε σε ιδιώτη, έκτοτε δε, αποτέλεσε αντικείμενο συναλλαγών και εντέλει χρησιδεσποτείας εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του πρώτου ενάγοντος και της δεύτερης ενάγουσας, οι οποίοι κατέστησαν συγκύριοι αυτού. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή και αναγνώρισε ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, ο …………. και η …. πρώην σύζυγος …………., δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, ήταν συγκύριοι σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος επί του ως άνω ακινήτου κείμενου στη θέση «…..» Αιαντείου Σαλαμίνας, συνολικής έκτασης 879,20 τ.μ., εμφαινόμενου και περιγραφόμενου στο από 13.12.1983 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., μετά ισογείου κτίσματος επιφάνειας 84,92 τ.μ., με ΚΑΕΚ ………… και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την αναγνώριση του εμπράγματου δικαιώματος των αμέσως παραπάνω δικαιούχων με τίτλο την έκτακτη χρησικτησία. Πρέπει, γι’ αυτό, να απορριφθεί και το έτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης, με το οποίο αμφισβητήθηκε η κτήση κυριότητας των δικαιοπαρόχων του πρώτου εφεσίβλητου κατά το ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος στο επίδικο ακίνητο, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, οπότε μη απομένοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της έναντι του πρώτου εφεσίβλητου, στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 69 του ν. 4194/2013, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 5.10.2022 έφεση κατά της 3205/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης ως απαράδεκτη.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά του πρώτου εφεσίβλητου.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 14.2.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ