Αρκετά χαμηλότεροι είναι οι μισθοί των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα σε σχέση με τον ιδιωτικό, σύμφωνα με ανάλυση του ΚΕΠΕ για το μισθολογικό χάσμα.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η οποία καταρρίπτει έναν αρκετά διαδεδομένο μύθο, από την εκτίμηση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δηλαδή, την εκτίμηση της διαφοράς της αμοιβής που λαμβάνουν δύο πανομοιότυποι εργαζόμενοι εκ των οποίων ο ένας εργάζεται στο δημόσιο και ο άλλος στον ιδιωτικό τομέα, προκύπτει ότι οι αμοιβές στο δημόσιο είναι σημαντικά χαμηλότερες έναντι του ιδιωτικού τομέα.
Σε επίπεδο μηνιαίων αποδοχών η υστέρηση στον δημόσιο τομέα είναι μεταξύ 15,8% και 18,6% (ανάλογα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται). Κατά την σύγκριση έχει συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν δύο μισθούς επιπλέον ετησίως (τον 13ο και 14ο μισθό), ενώ στο Δημόσιο έχουν καταργηθεί.
Αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται καλύτερα από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) αποκαλύπτει το αντίθετο – όταν γίνεται σύγκριση επί ίσοις όροις.
Ωστόσο, η απλή σύγκριση μέσων όρων παραπλανά. Η έρευνα του ΚΕΠΕ εξετάζει τις αποδοχές «πανομοιότυπων» εργαζομένων, δηλαδή με ίδιο μορφωτικό επίπεδο, εμπειρία και ηλικία, αποκαλύπτοντας ότι οι αμοιβές στο Δημόσιο υπολείπονται του ιδιωτικού τομέα κατά 15,8% έως 18,6%.
Σύμφωνα με την πρώτη μεθοδολογία εκτίμησης (Mincer 1974), το εκτιμώμενο καθαρό ωρομίσθιο στον δημόσιο τομέα είναι κατά 14,6% χαμηλότερο έναντι του ιδιωτικού τομέα. Σε επίπεδο καθαρών μηνιαίων αποδοχών, το χάσμα αμοιβών υπέρ του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σε 18,6%.
Σύμφωνα με τη δεύτερη μεθοδολογία εκτίμησης (Oaxaca 1973 και Blinder 1973), οι εκτιμώμενες ωριαίες αποδοχές των απασχολούμενων στο δημόσιο υστερούν κατά 13,3% έναντι του ιδιωτικού τομέα. Αντίστοιχα, οι εκτιμώμενες μηνιαίες αποδοχές των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα υστερούν κατά 15,8% του ιδιωτικού τομέα.
Ο ρόλος των επιδομάτων και των «χαμένων» μισθών
Κατά τον υπολογισμό, ελήφθη υπόψη ότι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι λαμβάνουν 14 μισθούς ετησίως (περιλαμβανομένων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας), ενώ στο Δημόσιο οι επιπλέον μισθοί έχουν καταργηθεί εδώ και χρόνια. Με βάση το προσαρμοσμένο αυτό μοντέλο, διαπιστώνεται ότι:
- Ο δημόσιος τομέας έχει χάσει το πλεονέκτημα των αποδοχών
- Διατηρεί όμως την εργασιακή ασφάλεια λόγω της μονιμότητας, ως βασικό πλεονέκτημα έναντι του ιδιωτικού
Η διαφορά στις αποδοχές μεταξύ των δύο τομέων αυξήθηκε περαιτέρω το 2023, καθώς οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα ενισχύθηκαν λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού. Αντίθετα, οι αμοιβές στο Δημόσιο διαμορφώνονται με διαφορετικό μηχανισμό και δεν ακολούθησαν αντίστοιχη αυξητική τάση.
Το κύριο συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δεν απολαμβάνουν κάποιο μισθολογικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ιδιωτικό. Αντιθέτως, λόγω του τρόπου καθορισμού των αποδοχών στο Δημόσιο, οι μισθοί τους υπολείπονται σημαντικά αυτών του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που ενισχύει τις συζητήσεις για την ανάγκη αναθεώρησης της μισθολογικής πολιτικής στον δημόσιο τομέα.
Εν κατακλείδι στο δημόσιο τομέα απέμεινε μόνο το άλλο πλεονέκτημα της εργασιακής ασφάλειας λόγω της μονιμότητας.
Στην Ευρώπη
Κατά 50% χαμηλότερο ήταν το ωριαίο κόστος εργασίας στην χώρα μας το 2024, σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην Ελλάδα υπολογίσθηκε στα 16,7 ευρώ όταν ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 33,5 ευρώ.
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η απόσταση της χώρας μας, σε σχέση με τις χώρες εντός της ζώνης του ευρώ, που έχουν μέσο όρο κόστους ανά ώρα εργασίας στα 37,3 ευρώ, είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Οι δύο κύριες συνιστώσες του κόστους εργασίας είναι οι μισθοί και το μη μισθολογικό κόστος (εργοδοτικές και κοινωνικές εισφορές).
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αποκλίσεις εντός της ΕΕ είναι τεράστιες, αφού στο συγκεκριμένο μέγεθος την πρώτη θέση καταλαμβάνει το Λουξεμβούργο με 55,2 ευρώ ωριαίο κόστος και την τελευταία η Βουλγαρία με 10,6 ευρώ μόλις.
Η Ελλάδα κινείται κοντά στις τελευταίες θέσεις, αφού εκτός της Βουλγαρίας, χαμηλότερο κόστος ανά ώρα εργασίας, καταγράφουν η Ρουμανία (12,5 ευρώ), η Ουγγαρία (14,1 ευρώ), η Λετονία (15,1 ευρώ), η Λιθουανία (16,3 ευρώ) και η Κροατία (16,5 ευρώ). Υψηλότερες τιμές από την χώρα μας καταγράφουν η Πολωνία (17,3 ευρώ), η Πορτογαλία και η Τσεχία (18,2 ευρώ), η Σλοβακία (18,5 ευρώ), η Μάλτα (19,1 ευρώ), η Εσθονία (19,6 ευρώ), η Κύπρος (21 ευρώ).
Η Ισπανία κατέγραψε το 2024, ωριαίο κόστος εργασίας 25,5 ευρώ και η Ιταλία 30,9 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την Eurostat, στις βορειότερες χώρες της Ευρώπης το συγκεκριμένο μέγεθος είναι υψηλότερο.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΕΔΩ