Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αγωγή της για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, επισήμανε ότι τέτοιου είδους εργοδοτικές πρακτικές συνιστούν σοβαρή προσβολή της προσωπικότητας και θεμελιώνουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δικαίωσε υπάλληλο που κατήγγειλε την παράνομη παρακολούθησή της μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (βιντεοεπιτήρηση) στον χώρο εργασίας της, χωρίς τη συναίνεσή της και χωρίς νόμιμη άδεια. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αγωγή της για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, επισήμανε ότι τέτοιου είδους εργοδοτικές πρακτικές συνιστούν σοβαρή προσβολή της προσωπικότητας και θεμελιώνουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Η κρυφή παρακολούθηση των εργαζομένων
Η ενάγουσα, υπάλληλος γραφείου, προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από αθλητική ομοσπονδία τον Σεπτέμβριο του 1999. Εργαζόταν επί σειρά ετών στα κεντρικά γραφεία της οργάνωσης στην Αθήνα, μέχρι την απόλυσή της τον Σεπτέμβριο του 2005. Η καταγγελία της σύμβασης κρίθηκε μεταγενέστερα άκυρη με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να επανέλθει στην εργασία της τον Ιανουάριο του 2008.
Κατά το κρίσιμο διάστημα, και συγκεκριμένα από τις αρχές του 2005, η εργοδότρια οργάνωση εγκατέστησε κρυφό σύστημα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) στους χώρους των γραφείων της, με τέσσερις κάμερες καμουφλαρισμένες ως αισθητήρες κίνησης. Οι κάμερες τοποθετήθηκαν σε γραφεία, διαδρόμους και αίθουσες συσκέψεων και ήταν συνδεδεμένες με server, ο οποίος επικοινωνούσε με τον προσωπικό υπολογιστή του προέδρου της ομοσπονδίας. Η διαχείριση γινόταν μέσω του λογισμικού «Observer», που επέτρεπε τόσο παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο όσο και καταγραφή εικόνας και ήχου.
Το σύστημα παρακολούθησης λειτουργούσε εντελώς μυστικά, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε ενημέρωση των εργαζομένων ή ανάρτηση σχετικής σήμανσης στους χώρους εργασίας. Παράλληλα, δεν είχε πραγματοποιηθεί η υποχρεωτική γνωστοποίηση προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπως απαιτούσε ο Ν. 2472/1997. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μετέπειτα έρευνας, η μόνη που γνώριζε την εγκατάσταση —πέραν του προέδρου— ήταν μία διοικητική υπεύθυνη.
Τι αποκάλυψε η έρευνα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων;
Η αποκάλυψη ήρθε το 2007, μετά από αλλαγή διοίκησης και εσωτερικές ανακατατάξεις. Υπάλληλοι εντόπισαν την παράνομη εγκατάσταση και προχώρησαν σε καταγγελία στην Αρχή.
Στις 27 Απριλίου 2007, κλιμάκιο της Αρχής διενήργησε έλεγχο, καταλήγοντας σε επίσημο πόρισμα όπου επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη τεσσάρων καμερών, η τεχνική διασύνδεσή τους με εξυπηρετητή και η λειτουργία λογισμικού που επέτρεπε την παρακολούθηση και αποθήκευση εικόνας και ήχου. Στον υπολογιστή του προέδρου βρέθηκαν, μάλιστα, αποθηκευμένες φωτογραφίες των χώρων εργασίας με ημερομηνία καταγραφής 29 Ιανουαρίου 2005.
Με την υπ’ αριθμ. 12/2008 απόφασή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα διαπίστωσε ότι η αθλητική οργάνωση είχε παραβεί βασικές υποχρεώσεις του νόμου 2472/1997. Συγκεκριμένα, δεν ενημέρωσε τους εργαζομένους για την ύπαρξη και λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης, δεν προέβη στη νόμιμη γνωστοποίησή του στην Αρχή, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 παρ. 1, και δεν τεκμηρίωσε με επάρκεια την ύπαρξη κάποιου έννομου σκοπού– όπως η προστασία προσώπων ή αγαθών – που θα μπορούσε να καταστήσει νόμιμη την επεξεργασία των δεδομένων.
Η ενάγουσα έλαβε γνώση των παραπάνω το 2008, μετά την επάνοδό της στην εργασία, οπότε και ενημερώθηκε για την ύπαρξη και τη λειτουργία του επίμαχου συστήματος παρακολούθησης.
Σύμφωνα με την ίδια, η μυστική καταγραφή εικόνας και ήχου αποτελούσε σοβαρή και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της και παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής.
Για τον λόγο αυτό, άσκησε στις 5 Νοεμβρίου 2012 αγωγή κατά της εργοδότριάς της, ζητώντας την καταβολή του ποσού των 45.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Τι αποφάνθηκε το δικαστήριο
Το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, έκρινε ότι η επίδικη εγκατάσταση και λειτουργία του κλειστού κυκλώματος συνιστούσε παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά παράβαση των άρθρων 4, 5, 6 και 11 του ν. 2472/1997. Τόνισε ότι η εργοδότρια δεν τήρησε τις βασικές υποχρεώσεις της ως υπεύθυνος επεξεργασίας, ιδίως ως προς την υποχρέωση ενημέρωσης των εργαζομένων, η οποία, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «είναι θεμελιώδης και συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα του υποκειμένου, από την εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται η δυνατότητά του να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα πρόσβασης και αντίρρησης».
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η παρακολούθηση δεν εξυπηρετούσε κάποιο σύννομο σκοπό και δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Αν και δεν εντοπίστηκε καταγεγραμμένο υλικό ειδικά για την ενάγουσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ίδια η ύπαρξη της δυνατότητας λήψης και επεξεργασίας εικόνας της, χωρίς τη συναίνεσή της, συνιστούσε παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Όπως σημειώθηκε, «η θέση και μόνο, και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος, που επέτρεπε τη δυνατότητα λήψεως και επεξεργασίας κατά το δοκούν εικόνων της ενάγουσας, χωρίς τη συναίνεσή της, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία».
Το Εφετείο αναγνώρισε τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην παράνομη συμπεριφορά της εργοδότριας και την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα, επισημαίνοντας ότι η κρυφή παρακολούθηση συνιστούσε σοβαρή προσβολή της προσωπικότητάς της, καθώς την έθεσε υπό έλεγχο και περιόρισε αδικαιολόγητα τη συμπεριφορά της στον χώρο εργασίας.
Επιπλέον, απέρριψε την ένσταση περί παραγραφής που είχε προβάλει η εναγομένη. Έκρινε ότι η πενταετής προθεσμία του άρθρου 937 ΑΚ δεν είχε αρχίσει να τρέχει από το 2005 (χρόνο εγκατάστασης των καμερών), αλλά από το 2007, όταν η ενάγουσα πληροφορήθηκε την ύπαρξή τους από την παρέμβαση της ΑΠΔΠΧ. Επομένως, η αγωγή του 2012 κρίθηκε εμπρόθεσμη.
Αξιολογώντας τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τον βαθμό υπαιτιότητας της εργοδότριας (που ενήργησε τουλάχιστον με βαριά αμέλεια), τη διάρκεια της παρακολούθησης (τουλάχιστον 7 μήνες), καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΜΕφΑθ 4187/2024